April 25, 2013

Θα σου πάρω τις άγκυρες…



Το έργο. Ο  Κομπέρ ανακαλεί μνήμες της γιαγιάς του. Και ξαφνικά η γιαγιά  _ αθάνατη! _ επανέρχεται στη ζωή και στη σκηνή. Ακμαία και τροφαντή. Είναι η Κυρία Επιθεώρηση. Πάντα κεφάτη, πάντα μπριόζα και ναζιάρα, πάντα «ζωηρή». Ο μεγάλος της έρωτας ήταν ο Αλέξανδρος. Καλός, όμορφος, ερωτικός αλλά… αριστερός. Μειονέκτημα για την εποχή των νιάτων της _ δεκαετία του ’30. Γι αυτό και τελικά θα επιλέξει ως σύντροφο τον μεγαλοαστό και ματσωμένο Παύλο Μεγαλοπιασμένο _ που είναι βέβαια δεξιός και «με τις καταστάσεις». Άρα καλύτερος… Και θα τον παντρευτεί. Αλλά οι παλιές αγάπες δεν ξεχνιούνται. Ο Αλέξανδρος θα επανέλθει στη ζωή της και θα επανέρχεται ξανά και ξανά, όταν οι διώξεις και οι Εμφύλιοι θα του το επιτρέπουν. Και η τριγωνική σχέση θα διαιωνιστεί _ σαν μία διελκυστίνδα θα ζήσει τη ζωή της η Κυρία Επιθεώρηση… Μία ζωή που στο έργο απλώνεται μέχρι το 1967 και το ξημέρωμα της απριλιανής δικτατορίας.
Με τους δύο άντρες της ζωής της η Κυρία Επιθεώρηση, μόλις βρίσκει την ευκαιρία, θα τρέχει στο θέατρο. Να δει τι; Μα, επιθεώρηση φυσικά! Έτσι κι εμείς, παράλληλα με ένα _ μάλλον επιπόλαιο… _ πανόραμα της ελληνικής ιστορίας _ Μεταξάς, Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, επίθεση των Γερμανών, Κατοχή, Εμφύλιος, εποχή Καραμανλή… _, θα παρακολουθήσουμε και ένα πανόραμα _ επίσης βιαστικό και επιπόλαιο… _ της ιστορίας της επιθεώρησης την ίδια εποχή _ δεκαετία του ’30 μέχρι το ’67.
Ο Άγγελος Πυριόχος με το έργο του «Θα σε πάρω να φύγουμε. Η Ελλάδα μέσα από την επιθεώρηση» σαφώς βάδισε στα χνάρια _κατά πόδας… _ του προ ετών «Βίρα τις άγκυρες» των Παπαθανασίου - Ρέππα που παρουσιάστηκε για δύο σεζόν από το Εθνικό Θέατρο στο «Κοτοπούλη»: μία «ρετροσπεκτίβα» στην επιθεώρηση, με ιστορικά ή, έστω, επιτυχημένα νούμερά της _ εκείνο απλώνονταν από το 1894 της αρχής του είδους μέχρι την κατάρρευση της δικτατορίας _ μέσα από μία επινοημένη ιστορία.
Τα κείμενα του Άγγελου Πυριόχου είναι «εύκολα» _ και κάποτε άνοστα και σαχλά _ αλλά δεν είναι αυτό το ουσιώδες ούτε το μόνο πρόβλημα του έργου. Εύκολα ήταν και τα κείμενα των Παπαθανασίου – Ρέππα. Άλλωστε, ιδιαίτερα βαθιά και ουσιαστικά σπάνια ήταν αυτά καθαυτά τα επιθεωρησιακά κείμενα, οπότε ένα ψυχαγωγικό κείμενο που θέλει να τα φέρει ξανά στο προσκήνιο πόσο «ουσιαστικό» θα μπορούσε να είναι; Η διαφορά έγκειται στο ότι Παπαθανασίου και Ρέππας στο «Βίρα τις άγκυρες»» πολύ έξυπνα επινόησαν μία οργανωμένη πλοκή αντλώντας από την έρευνά τους πάνω στα πρόσωπα της επιθεώρησης και τα παρασκήνιά της, όπως έχουν φτάσει στις μέρες μας μέσα από αυτοβιογραφικά, κυρίως, βιβλία ή μαρτυρίες των ηθοποιών και λοιπών συντελεστών της και μέσα από κάποια ιστορικά μελετήματα για το θέμα.
Ο Άγγελος Πυριόχος έχει σκαρώσει ένα χαλαρό, προσχηματικό σενάριο μέσα από το οποίο εμφανίζονται στη σκηνή υπαρκτά πρόσωπα _ ηθοποιοί και τραγουδιστές του είδους, μερικοί μάλιστα ακόμα εν ζωή. Λάθος τεράστιο κατά τη γνώμη μου. Ποιος θα μπορούσε να επαναλάβει στη σκηνή την Ζαζά Μπριλλάντη και την Βέμπο, τον Χατζηχρήστο και την Βασιλειάδου, την Βρανά, την Μελάγια, την Σαπουντζάκη και την Μελίντα, τον Χιώτη και την Τζένη Βάνου, την Ρένα Βλαχοπούλου και την Ρένα Ντορ, τον Πέτρο Κυριακό, τον Μακρή, τον Σταυρίδη και τον Φωτόπουλο; Πρόσωπα, μάλιστα, που τα περισσότερα βρίσκονται διαρκώς μέσα στα σπίτια μας μέσω των ταινιών που έκαναν και οι οποίες προβάλλονται συνεχώς στην τηλεόραση _ πρόσωπα οικεία μας. Το αποτέλεσμα δεν θα ήταν κάτι μεταξύ παρωδίας και αχνών σκιών; Όσο ταλαντούχοι ηθοποιοί κι αν βρίσκονταν να υποδυθούν τα πρόσωπα αυτά _ ή μάλλον να τα μιμηθούν. Ε, αυτό ακριβώς συμβαίνει στο «Θα σε πάρω να φύγουμε». Το κειμενικό αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη μου, μοιάζει με ραδιοφωνικό, άντε, τηλεοπτικό αφιέρωμα στην επιθεώρηση, σκαρωμένο στο πόδι. 
Η παράσταση. Μοιραία η σύγκριση με το «Βίρα τις άγκυρες» και πάλι. Εκεί ο Σταμάτης Φασουλής απογείωσε με τρόπο συναρπαστικό το απλώς ευπρεπές κείμενο, πλημμυρίζοντας, εξαιρετικά ισορροπημένα, το θέαμα με γέλιο και συγκίνηση. Εδώ ο Φωκάς Ευαγγελινός έστησε σκηνοθετικά το δικό του θέαμα χωρίς μεγάλη έμπνευση, κάπως αμήχανα και _ απόρησα για την επιλογή του _ χωρίς τη χρήση αυλαίας που τη θεωρώ συνυφασμένη με το θεατρικό αυτό είδος.
Αλλά έρχονται να το σώσουν τα επιμέρους στοιχεία. Καταρχήν ο χορογράφος - εαυτός του σκηνοθέτη. Οι χορογραφίες του, α λα μανιέρ Φλερύ και Καστρινού, εξαιρετικά διδαγμένες και εκτελεσμένες, επιτυγχάνουν αρκετές στιγμές την επιθυμητή απογείωση. Και κατόπιν τα σκηνικά _ φωτισμένα από τον Λευτέρη Παυλόπουλο _ αλλά, κυρίως, τα κοστούμια της Εύας Νάθενα _ ένα ενδυματολογικό όργιο που αρχίζει ασπρόμαυρα για να πλημμυρίσει με χρώματα, τα α λα Κάρμεν Μιράντα λατινοαμερικανίζοντα είναι ένα χάρμα οφθαλμών _, τα οποία προσφέρουν μία τέρψη που αντισταθμίζει τις ελλείψεις της παράστασης. Η παρουσία του βετεράνου στο είδος Γιώργου Κατσαρού, που έχει τη μουσική διεύθυνση και υπογράφει τις ενορχηστρώσεις, είναι άλλο ένα ατού _ μία εγγύηση. Και οφείλω να μην παραλείψω πως η παραγωγή είναι τόσο αφειδώλευτη _ κόσμος πολύς επί σκηνής, εκατοντάδες ακριβά κοστούμια, εννεαμελής ζωντανή (ευτυχώς) ορχήστρα… _ όσο δεν θα μπορούσα να το φανταστώ σε μία περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Η διανομή. Δυστυχώς η παράσταση δεν υποστηρίζεται όσο θα έπρεπε από τους πρωταγωνιστές της _ πολλά τα λάθη στην επιλογή τους. Ο Μιχάλης Μαρίνος παραμένει μονότροπα ανέκφραστος, η καθόλου ευκαταφρόνητων προσόντων Τάνια Τρύπη μοιάζει εγλωβισμένη σε μία περιορισμένη μανιέρα, η εξαίρετη ηθοποιός Ελισάβετ Μουτάφη, η οποία, αντίθετα, με άνεση τολμάει και κινείται σε μία μεγάλη γκάμα τύπων, δεν με έπεισε πως ταιριάζει στο είδος. Μόνο ο Μέμος Μπεγνής, χαριτωμένος, λαμπερός, εκφραστικός, με χιούμορ, καλός χορευτής και με ακόμα καλύτερη φωνή, τα βγάζει πέρα καλά. 
Το μεγάλο, όμως, πρόβλημα είναι ο Γιώργος Καπουτζίδης. Ο Κομπέρ που του ανέθεσαν είναι ο ένας από τους δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η όλη παράσταση _ ο άλλος είναι η Κυρία Επιθεώρηση. Αποδεικνύεται πως όχι μόνο είναι ελλειματικός υποκριτικά, όχι μόνο είναι κινητικά δύσκαμπτος, όχι μόνο φωνητικά πάσχει σοβαρά αλλά δεν διαθέτει ούτε λάμψη ούτε το λεγόμενο γκελ _ εκ των ουκ άνευ για έναν κομπέρ. Στη σκηνή είναι απλά και μόνο συμπαθής. Οπότε αναγκαστικά η παράσταση μπατάρει προς την άλλη μεριά: ο Αντώνης Λουδάρος ως Κυρία Επιθεώρηση επωμίζεται όλο το βάρος. Ευτυχώς αποδεικνύεται ικανός να το σηκώσει. Με μέτρο, με χιούμορ που ξέρει να πλασάρει, χωρίς ευκολίες και παραχωρήσεις και κακογουστιές και μπαλαφαριές, ώριμος πια ηθοποιός, όχι μόνο δεν δίνει το ρόλο του τραβεστικά αλλά στο τέλος με έπεισε πως επί σκηνής δεν βρίσκεται ένας άντρας ηθοποιός ντυμένος γυναίκα αλλά όντως μία γυναίκα! Μόνον έπαινοι του αξίζουν. Σώζει την παράσταση.
Από τους υπόλοιπους ξεχώρισα την Νάντια Κοντογεώργη _ φωνάρα, διαπρέπει στο απόσπασμα του «Βαφτιστικού» (που δεν είναι επιθεώρηση βέβαια…) και ως Τζένη Βάνου αλλά βρίσκεται σε μεγάλη αμηχανία, και είναι λογικό, ως Γεωργία Βασιλειάδου… _, τον ανάλαφρο Χρήστο Σπανό που εκπέμπει μία σκηνική ευγένεια και μία αρμονία έστω κι αν δεν του ταιριάζουν καθόλου οι μάγκες του Πέτρου Κυριακού και του Μίμη Φωτόπουλου που του έχουν ανατεθεί και τον έξοχο τραγουδιστή Γιάννη Μαθέ.
Το συμπέρασμα: Μία παράσταση με πολλές ατέλειες αλλά πλούσια και εύφορη και με έναν Λουδάρο που πρέπει να δείτε. Αν, μάλιστα, ανήκετε και σε μεγαλύτερες ηλικίες θα βρεθείτε να σιγοτραγουδάτε…

Θέατρο «Badminton», 12 Απριλίου 2013

No comments:

Post a Comment