February 23, 2025

Στο Φτερό / Αμείλικτο πεπρωμένο

 

«Η δύναμη του πεπρωμένου» του Τζουζέπε Βέρντι. Λιμπρέτο (Σααβέδρα, Σίλερ) Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε (συμπληρώσεις Αντόνιο Γκισλαντσόνι) / Μουσική διεύθυνση: Πάολο Καρινιάνι. Σκηνοθεσία: Ροδούλα Γαϊτάνου. 

 

Σεβίλη, μέσα 18ου αιώνα. Ο Ντον Αλβάρο, αριστοκρατικής γενιάς αλλά από το Περού και με ινδιάνικο αίμα, ερωτεύεται την Λεονόρα, κόρη του μαρκίσιου του Καλατράβα ο οποίος τον απεχθάνεται, εκείνη ανταποκρίνεται και αποφασίζουν να κλεφτούν. Τους προλαβαίνει, όμως, ο πατέρας της και στη σύγκρουσή του με τον Αλβάρο, όταν εκείνος, για να δείξει τις ειρηνικές του προθέσεις, πετάει κάτω
το όπλο του, αυτό εκπυρσοκροτεί και σκοτώνει τον Καλατράβα που καταριέται την κόρη του. Το ζευγάρι χωρίζεται και χάνεται. Ένα χρόνο μετά, σε ένα πανδοχείο ο Κάρλο ντι Βάργκας, αδελφός της Λεονόρα, μεταμφιεσμένος σε φοιτητή και με αλλαγμένο όνομα, ψάχνει τον Αλβάρο και την αδελφή του να τους εκδικηθεί για το θάνατο του πατέρα τους. Η Λεονόρα, που βρίσκεται εκεί, αποκρύπτοντας την ταυτότητά της και ντυμένη άντρας, τον

αναγνωρίζει και κρύβεται, ενώ από κάποιες κουβέντες, καταλαβαίνει ότι ο Αλβάρο δεν έχει γυρίσει στην Αμερική και, λανθασμένα, πείθεται ότι απλώς την έχει προδώσει. Ταυτόχρονα, η Πρετσιοζίλα, μία όμορφη νεαρή τσιγγάνα, προτρέπει τους άντρες να πάνε όλοι να πολεμήσουν για την απελευθέρωση της Ιταλίας. Η Λεονόρα καταφεύγει σε ένα γειτονικό μοναστήρι όπου αποφασίζει να ζήσει την υπόλοιπη
ζωή της σε ένα ερημητήριο, εντελώς απομονωμένη. Ο ηγούμενος Πατέρας Γκουαρντιάνο στον οποίο εμπιστεύεται την αλήθεια, την προειδοποιεί για τις δυσκολίες που θα έχει να αντιμετωπίσει και την οδηγεί σε μία σπηλιά όπου θα της φέρνει να τρώει ο ίδιος. Στο μεταξύ, στην Ιταλία, ο Αλβάρο, που πιστεύει ότι η Λεονόρα είναι νεκρή και έχει καταταγεί στον ισπανικό στρατό, συναντάει τον Κάρλο που, επίσης, έχει καταταγεί με άλλο όνομα και τον σώζει από την επίθεση δύο δολοφόνων. Συνδέονται με βαθιά φιλία χωρίς ο ένας να γνωρίζει ποιος είναι ο άλλος. Ο Αλβάρο τραυματίζεται βαριά στη μάχη και,
καθώς κινδυνεύει να πεθάνει, εμπιστεύεται στο φίλο του μία κασετίνα με γράμματα ζητώντας να του υποσχεθεί ότι, αν πεθάνει, θα τα κάψει χωρίς να τα διαβάσει. Ο Κάρλο κάτι υποψιάζεται και ανοίγει την κασετίνα όπου βρίσκει ένα πορτρέτο της αδελφής του. Οπότε καταλαβαίνει ποιος είναι ο φίλος του ο οποίος, τελικά, επιζεί. Όταν ο Αλβάρο συνέρχεται, μονομαχεί με τον Κάρλο που δεν ξεχνάει την εκδίκηση. Τους χωρίζουν και ο Αλβάρο αποφασίζει να κλειστεί σε μοναστήρι. Το μοναστήρι, όπου καταφεύγει ως πατήρ Ραφαήλ, είναι στην Ισπανία και είναι αυτό που κοντά του βρίσκεται το ερημητήριο της Λεονόρα. Ο Κάρλο που το μαθαίνει ορμάει εναντίον του και μονομαχούν. Ο Αλβάρο τον

τραυματίζει θανάσιμα και τρυπώνει στη σπηλιά της Λεονόρα. Εκεί οι δύο ερωτευμένοι αναγνωρίζονται. Εκείνη τρέχει στον λαβωμένο αδελφό της που, όμως, πριν ξεψυχήσει, τη μαχαιρώνει: η εκδίκηση ολοκληρώνεται. Ο Αλβάρο έχει τιμωρηθεί (Στην πρώτη εκδοχή του έργου ο Αλβάρο πέφτει σε έναν κοντινό γκρεμό και σκοτώνεται). Είναι «Η δύναμη του
πεπρωμένου» (1862) του Τζουζέπε Βέρντι. Το λιμπρέτο του Ιταλού  Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε -βασισμένο στο έργο «Δον Αλβάρο ή Η δύναμη του πεπρωμένου» (1835) του ισπανού Άνχελ δε Σααβέδρα, 3ου δούκα του Ρίβας και με μία σκηνή προσαρμοσμένη από «Το στρατόπεδο του Βάλενστάιν» (1798), πρώτο έργο της τριλογίας «Βάλενστάιν» του Γερμανού Φρίντριχ φον Σίλερ- συναγωνίζεται το λιμπρέτο του Σαλβατόρε Καμαράνο για τον «Τροβατόρε»: απιθανότητες, κενά, ασυνέπειες, συμπτώσεις, 
συμπτώσεις, συμπτώσεις εξωφρενικές, εξηγήσεις τραβηγμένες από τα μαλλιά -ένα από τα χειρότερα λιμπρέτα που βρέθηκαν στα χέρια του Βέρντι. Και όμως, με τη μοναδική ικανότητά του, το μεταμόρφωσε σε μία όπερα πλήρη, πλούσια, που σφύζει από μελωδίες ενός ώριμου πια συνθέτη και με τα
καθοδηγητικά μοτίβα -λάιτ μοτίφ- να αναπτύσσονται. Ενώ, με αλλεπάλληλες αλλαγές και προσαρμογές, με αφορμή διάφορα μεταγενέστερα ανεβάσματά της, την εξέλιξε, με βασικότερη τη δεύτερη εκδοχή της (1869) στην οποία -με τη συνεργασία του Αντόνιο Γκισλαντσόνι στις προσθαφαιρέσεις και τροποποιήσεις του λιμπρέτου- πρόσθεσε την υπέροχη, ορμητική εισαγωγή που γνωρίζουμε και άλλαξε το φινάλε. Η Ροδούλα Γαϊτάνου που  ανέλαβε τη σκηνοθεσία έδωσε μία νοικοκυρεμένη αλλά συμβατική παράσταση, με κάποια ευρήματα καλού γούστου αλλά χωρίς εκπλήξεις: τοποθέτησε το έργο στον 20ο αιώνα με απόηχους από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους τονίζοντας το «πόλεμος πάντων πατήρ», ως το στοιχείο που επηρεάζει απολύτως τη ζωή των ηρώων. Αλλά δεν κατάφερε την υπέρβαση.
Όσο κι αν τη βοήθησε η αισθητική της παράστασης: τα σκηνικά (εκτός από τη σκηνή του δάσους με τους σταυρούς από σωλήνες νέον που μου θύμισε καμπαρέ…), υποβλητικά φωτισμένα -ζοφερά σκοτάδια- από τον Ιταλό Τζουζέπε ντι Ιόριο, του Γιώργου Σουγλίδη, τα κοστούμια του και τα βίντεο του Άγγλου Ντικ Στρέικερ που υπηρετούσαν τη σκηνοθετική άποψη. Χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση η κινησιολογία της Δήμητρας Καστέλλου. Η παράσταση ενισχυόταν μουσικά από την καλή απόδοση της
Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής υπό τον ιταλό αρχιμουσικό Πάολο Καρινιάνι και τη συμμετοχή της διδαγμένης από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο  Χορωδίας της ΕΛΣ που ο ρόλος της είναι καίριος στη συγκεκριμένη όπερα. Ο αργεντινός τενόρος Μαρσέλο Πουέντε (Ντον Αλβάρο) νομίζω ότι ξεχώρισε στη διανομή -ζεστό φωνητικό μέταλλο και ισχυρή φωνή- ενώ ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς (Ντον Κάρλο), αν και καθόλου πειστικός όταν δηλώνει «φοιτητής»…, τον συναγωνίστηκε. Ικανοποιητικός ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Μαρκίσιος του Καλατράβα και Ηγούμενος. Με ελλείψεις, υποκριτικές και φωνητικές, η λευκοροσίδα μέτζο Οξάνα Βόλκοβα  ως Πρετσιοζίλα (ένας 
ρόλος που μοιάζει στριμωγμένος στο έργο χωρίς ουσιαστικό λόγο) δεν με έπεισε. Βρήκα χωρίς υπερβάσεις και κάπως δύσκαμπτο τον μπασοβαρύτονο Γιάννη Γιαννίση (Αδελφός Μελιτόνε). Η ρουμάνα, στέλεχος της Λυρικής, σοπράνο Τσέλια Κοστέα (Λεονόρα), επίσης ηλικίας όχι ταιριαστής με το ρόλο, έχει πολλές δυνατότητες αλλά η φωνή της
μοιάζει να έχει  κάπως στεγνώσει. Η μέτζο  Ιωάννα-Βασιλική Κοράκη (Κούρα), ο μπασοβαρύτονος Γιώργος Παπαδημητρίου (Δήμαρχος), ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (Μάστρο-Τραμπούκο) και ο ρόσος βαρύτονος Μαξίμ Κλονόφσκι (Χειρουργός) βοήθησαν κατά τις δυνάμεις τους. Μία παράσταση χωρίς εξάρσεις αλλά όχι και χωρίς ενδιαφέρον (Φωτογραφίες: 1 Valeria Isaeva, 2, 7, 8, 13 Andreas Simopoulos, 3, 4, 5, 6, 9, 10, 11, 12 Giannis Antonoglou).

(Καλοφτιαγμένο το -δίγλωσσο, ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη έκδοσης Σοφία Κομποτιάτη. Βρίσκω, πάντως, μάλλον περιττή τη συνέντευξη με τον/την σκηνοθέτη/-τρια, που τελευταία έχει καθιερωθεί. Ό,τι σκέφτεται για την παράσταση είναι προτιμότερο να τα εκθέτει στη σκηνή παρά να τα περιγράφει).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 2 Φεβρουαρίου 2025. 

February 9, 2025

Στο Φτερό / Δεν είδε τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα...

 
«Θέλω να δω τον Πάπα» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, λιμπρέτο (Ενεκέν) Θεόφραστος Σακελλαρίδης / Μουσική διεύθυνση: Νίκος Βασιλείου. Σκηνοθεσία: Νατάσα Τριανταφύλλη.
 

Ξεπερασμένο είδος η ελληνική οπερέτα. Τα λιμπρέτα της ακούγονται αφελή. Τα αστεία της, παιδαριώδη. Οι μουσικές της είναι μόνο που την απογειώνουν. Και είναι αρκετές  οπερέτες που, λόγω της μουσικής τους, απογειώνονται.  Με  

πρώτες τις οπερέτες του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία τάση επανανακάλυψης και επανεκτίμησης των έργων αυτών. Από καλλιτέχνες και θεωρητικούς που ενδιαφέρονται, υποστηρίζουν 
την αναβίωση και αποκαθιστούν τα χαμένα ή λανθάνοντα ή αφημένα στη φθορά έργα. Πιο πρόσφατη περίπτωση, η οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη «Θέλω να δω τον Πάπα» (1920): ένα νιόπαντρο ζευγάρι, η Άννα και ο Αδριανός, ξεκινάει για ταξίδι του μέλιτος στην Ιταλία αλλά η επιμονή της συζύγου «να δει τον Πάπα», αίτημα που ο σύζυγος αρνείται κατηγορηματικά να ικανοποιήσει, οδηγεί στη ρήξη στην οποία, όταν οι
νεόνυμφοι επιστρέφουν, εμπλέκονται τα σόγια και η Ρίτα, μία «ελευθερίων ηθών» καμπαρετζού, ρήξη, πάντως, που καταλήγει σε επαναπροσέγγιση του ζευγαριού και σε λύση του… προβλήματος. Χωρίς Πάπα… Η οπερέτα για να αναβιώσει και να σταθεί σήμερα, θέλει πολλή δουλειά: δραματουργική και σκηνοθετική. Και ηθοποιούς-τραγουδιστές με ιδιαίτερες ικανότητες. Εδώ, τη
σκηνοθεσία υπογράφει η Νατάσα Τριανταφύλλη, με την ‘Ελενα Τριανταφυλλοπούλου να έχει αναλάβει τη δραματουργική επεξεργασία και τη διασκευή του λιμπρέτου που έχει γράψει ο ίδιος ο Σακελλαρίδης, βασισμένος στη φάρσα του Γάλου Μορίς Ενεκέν «Οικιακές χαρές (1894). Δεν ξέρω, βέβαια, το πρωτότυπο λιμπρέτο αλλά το κείμενο ρέει,
σκοντάφτει μόνο σε κάποιες παρεμβάσεις ή κάποιες προσθήκες δια στόματος του υπηρέτη Δημοσθένη, που προσπαθούν, εις μάτην, να προσδώσουν κύρος και βάρος στο ανάλαφρο εργάκι. Η
Νατάσα Τριανταφύλλη έχει δώσει ελαφράδα και καλούς ρυθμούς στο παραστασιακό αποτέλεσμα με μία συμβατική παράσταση. Η απορία μου είναι πώς και δεν εκμεταλλεύτηκε τα «σόκιν» υπονοούμενα του έργου, που ξεκινούν από τον τίτλο του. Η «ταυτότητα» του «Πάπα» νομίζω πως εύκολα ανιχνεύεται, όταν, μάλιστα, δίνεται η πληροφορία πως σε κάποιο από τα σωζόμενα χειρόγραφά του Σακελλαρίδη υπάρχει η διόρθωση του «θέλω να δω τον Πάπα» σε
«θέλω να δω το μουσουργό Πουτσίνι»… Την παράσταση δεν βοηθούν οι μάλλον αφελείς χορογραφίες (υπεύθυνη κινησιολογίας Δήμητρα Μητροπούλου) ούτε τα φωτισμένα από τον Χρήστο Τζιόγκα άχρωμα σκηνικά της Τίνας Τζόκα, που η μετακίνησή τους καμία αίσθηση αλλαγής δεν δημιουργεί, όχι όμως και τα
καλόγουστα κοστούμια της. Μουσικά η παράσταση έχει την κεφάτη υποστήριξη του Νίκου Βασιλείου που διευθύνει με νεύρο, επιτυχώς ένα μικρό σύνολο μουσικών για το οποίο ο Γιάννης Μπελώνης προσάρμοσε την αποκατάσταση της ενορχήστρωσης που την έκανε ο ίδιος. Η διανομή έχει τα υπέρ της -η εγνωσμένης υποκριτικής δεινότητας σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου (Κυρία Λατρούδη, μητέρα της Άννας), η καλλίφωνη σοπράνο Χρύσα Μαλιαμάνη (Άννα), ο πολύ καλός, με ταιριαστή «προπολεμική» φιγούρα, τενόρος Νικόλας Μαραζιώτης (Αδριανός), ο ηθοποιός Αντώνης Κυριακάκης,πολύ άνετος υποκριτικά και με χιούμορ Υπηρέτης Δημοσθένης, ενώ ο μαέστρος Νίκος Βασιλείου με άνεση συμμετέχει και στη διανομή με τις λίγες
ατάκες του Ενωμοτάρχη. Ο βαρύτονος Βαγγέλης Μανιάτης (Λατσούδης, πατέρας της Άννας) και, κυρίως, ο τενόρος Δημήτρης Σιγαλός (Βαρονάς, θείος του Αδριανού) δυστυχώς κινούνται σε υποκριτικό επίπεδο μαθητικής παράστασης. Αφήνω τελευταία τη μέτζο Μαρισία Παπαλεξίου. Λυγερή, σέξι, τραγανή, με υπέροχη κίνηση και εξαιρετικό χορό, με πολύ καλή φωνή και με υψηλό υποκριτικό επίπεδο -πολυτάλαντη-, κλέβει, «νόμιμα», χωρίς τερτίπια, την παράσταση, τέλεια ως Αρτίστα

Ρίτα. Νομίζω πως η Λυρική πρέπει να την αξιοποιήσει περισσότερο (Φωτογραφίες: Βαλέρια Ισάεβα).

(Πολύ καλό το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- στα βασικά έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνος έκδοσης και επιμέλεια ύλης Χαράλαμπος Γωγιός, συνεργάτιδα Μαρία Κακογιάννη. Εξαιρετικά διαφωτιστικό το κείμενο του Αλέξανδρου Ευκλείδη. Μου έλειψαν οι ελληνικοί υπέρτιτλοι στην παράσταση).

Εθνική Λυρική Σκηνή / «Εναλλακτική Σκηνή», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 7 Φεβρουαρίου 2025.

February 2, 2025

Θέλει ψυχούλα η Μπέλλου. Και την έχει.

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 243
 
Ταλαντούχο άτομο. Απ’ την αρχή που την είδα στη σκηνή, το μυρίστηκα: καλή, πολύ καλή ηθοποιός, τάλαντο πολύπλευρο, φάτσα τεατράλε, ολότελα δοσμένη όταν βρίσκεται στη σκηνή κι ας μην έχει ρόλο σημαντικό. Ύστερα ανακάλυψα τη φωνή της -το τραγούδι της. Σπουδαία φωνή. Με γκάμα. Που πάει βαθιά, φτάνει έως τις ρίζες -στο παραδοσιακό και στο ρεμπέτικο. Ερμηνεύτρια. Η Χριστίνα Μαξούρη αποτελεί πια μια απ’ τις σημαντικές μονάδες του ελληνικού θεάτρου. Αλλά και του ελληνικού τραγουδιού. Πολύτιμη. Και απολύτως διακριτική. Ψάχνεται, δουλεύει πολύ και συστηματικά. Σε ό,τι και να καταπιαστεί. Κι αυτό  
φαίνεται στο αποτέλεσμα. 
Αρκετά χρόνια στη σκηνή αλλά και στο τραγούδι έκανε και δικές της παραστάσεις -όπως τα «Δανεικά παπούτσια», είχα γράψει ήδη γι αυτό στο totetartokoudouni.blogspot.com απ’ τις 14 Μαΐου 2015, σχεδόν δέκα χρόνια πριν. Το καλοκαίρι του 2021 ετοίμασε και παρουσίασε για το Φεστιβάλ Αθηνών τη μουσική παράσταση «Τα τραγούδια της Σωτηρίας». Η παράσταση ευδοκίμησε. Και παίζεται ακόμη. Φέτος, κατάφερα επιτέλους να τη δω. Στην Κεντρική Σκηνή του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου». Φίσκα στον κόσμο η αίθουσα. Ο Δημήτρης Χαλιώτης υλοποίησε την ιδέα που είχε συνυπογράφοντας με την ίδια την Χριστίνα Μαξούρη την καλλιτεχνική επιμέλεια, με τον Σωτήρη Μελανό να ’χει αναλάβει τη σκηνογραφική επιμέλεια, την Βάνα Γιαννούλα την ενδυματολογική, τον Νίκο Βλασόπουλο το σχεδιασμό των φωτισμών και τον Γιάννη Παξεβάνη το σχεδιασμό του ήχου. Όλα λειτουργούν άψογα. Και διακριτικά, σεμνά, χωρίς φιγούρες, εφέ και γκλίτερ.
Έχουν στήσει πάνω στη σκηνή ένα λαϊκό πάλκο με πέντε καρέκλες για τους τέσσερις πολύ καλούς μουσικούς -δυο μπουζούκια, μια κιθάρα κι ένα ακορντεόν- κι ανάμεσά τους, η Χριστίνα Μαξούρη. Που δεν «παίζει» την Σωτηρία Μπέλλου. Αλλά δίνει πνοή στα τραγούδια της. Ευεργετική. 
Δεν πρόκειται, όμως, απλώς για μια συναυλία. Ακούγονται πολλά τραγούδια της Μπέλλου -απ’ το πρώτο της δισκογραφημένο μέχρι τα υπέροχα του Μούτση και του Σαββόπουλου, του Ανδριόπουλου, του Κουνάδη, του Λάγιου…, περνώντας απ’ τον Τσιτσάνη που την ανέβασε ψηλά κι έμεινε κοντά του για χρόνια και τους άλλους του ρεμπέτικου 
και του λαϊκού (Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Καλδάρας, Χατζηχρήστος, Χιώτης…)- αλλά αυτά διανθίζονται με κείμενα: λόγια της ίδιας της Μπέλλου, λόγια που έγραψαν ή είπαν γι αυτήν, γράμματα στη μητέρα της, δημοσιεύματα… 
Η παράσταση δε φιλοδόξησε να ’ναι βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου αλλά να σχεδιάσει τον περίγυρό της, την εποχή, τις συνθήκες που αντιμετώπισε, τα ανεβοκατεβάσματα στην καριέρα της -απ’ τους θριάμβους της μέχρι την εξαθλίωση, όταν έφτασε να ζητιανεύει-, την «επανανακάλυψή» της και, το τέλος της -ό,τι πιο τραγικό-, όταν ο καρκίνος της στέρησε τη φωνή της. Κι όλα αυτά εξαιρετικά δεμένα χωρίς καμιά διάθεση αγιοποίησης -τα ζάρια κι οι γυναίκες, που, πολλές φορές, την κατέστρεψαν εκεί είναι, δεν αγνοούνται.
Η Χριστίνα Μαξούρη δε μιμείται την Μπέλλου. Αλλά δίνει την ψυχή της. Και τα τραγούδια αυτά θέλουν ψυχούλα. Γι αυτό κι η παράσταση αγγίζει τις ψυχές, συγκινεί -άκουσα όλο το θέατρο να σιγοτραγουδάει με την Χριστίνα Μαξούρη. Και με την Σωτηρία Μπέλλου. Ευτυχής συνάντηση. Που σίγουρα έχει μέλλον (Φωτογραφίες: Patroklos_Skafidas).