July 17, 2019

Στο Φτερό / Έρωτες στα χρόνια της «Finos Films»



«Το δικό μας σινεμά» των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα / Σκηνοθεσία: Θανάσης Παπαθανασίου-Μιχάλης Ρέππας-Φωκάς Ευαγγελινός. 


Δεκαετία του ’50 και ο ερωτύλος Πέτρος, ηθοποιός ο οποίος έχει ανελιχθεί σε πρωταγωνιστή του θεάτρου χάρη στην ταμένη στο σανίδι, φτασμένη πρωταγωνίστρια γυναίκα του, την Μιράντα, που έχει δικό της θίασο, στρέφεται στον ανερχόμενο, τότε, 
κινηματογράφο και, μέσα από τη συνεργασία του με την «Finos Films» του δαιμόνιου Φιλοποίμενος Φίνου, ο οποίος πρωτοστατεί στην άνθιση του ντόπιου σινεμά, γίνεται σταρ ενώ η Μιράντα, που δεν στέργει στο σινεμά, επιμένοντας στο θέατρο, χάνει, σιγά-σιγά, την περιουσία που της έχει αφήσει ο πρώτος της άντρας όταν πέθανε. Ο Πέτρος θα δημιουργήσει ερωτική σχέση με την Μαίρη, συμπρωταγωνίστριά του στην ταινία που γυρίζει για τον Φίνο ο μπλεγμένος στα γρανάζια του τζόγου, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, άντρας της, ο Γιώργος, ο οποίος την έχει αναδείξει σε ηθοποιό από τραγουδίστρια. Οι εραστές θα παντρευτούν, τελικά, αφού χωρίσουν από τους συζύγους τους, αλλά ο Πέτρος θα συνεχίσει να κυνηγάει θηλυκά. Έως και με την προβληματική

Δανάη -κόρη της πρώην γυναίκας του, της Μιράντας, από τον πρώτο της γάμο, που η μητέρα της την είχε κλείσει εσωτερική σε σχολείο στην Αγγλία και που, όταν γύρισε, ακολούθησε το δρόμο του κινηματογράφου ξεκινώντας από... πορνό ενώ έχει κυλήσει και στα ναρκωτικά- θα βρεθεί στο κρεβάτι, όπου θα τους πιάσει η
Μιράντα με την οποία είναι ερωτευμένος ο νεαρός ζεν πρεμιέ Στέφανος. Στο έργο εμπλέκονται η Ντίνα, μοδίστρα, αδελφή της Μαίρης, που ο Φίνος θα χρίσει με επιτυχία πρωταγωνίστρια στα μιούζικάλ του και που θα σμίξει με τον πρώην της αδελφής της, τον Γιώργο, οι γονείς των δύο αδελφών, ηθοποιοί συνταξιούχοι πια -ο Κώστας και η Δέσπω που πάσχει από άνοια-, η Ζωγραφούλα, μάνα του Πέτρου και δύστροπη πεθερά, ειδικά με την πρώτη της νύφη, την Μιράντα, ο Παύλος, ηθοποιός και αυτός του Φίνου, παντρεμένος με την Φανή η οποία έχει παρατήσει το σινεμά για να 
αφοσιωθεί στο γάμο και τα παιδιά της, αλλά ο άντρας της, κρυπτοομοφυλόφιλος, κάνει διπλή ζωή μέχρι που η Φανή, που το έχει καταλάβει, εκρήγνυται, ο Χρόνης, χορογράφος του Φίνου -η δυστυχώς, ακόμα, απαραίτητη στο ελαφρό θέατρο «αδερφή» που αλλάζει συνέχεια εραστές και βγάζει γέλιο με τα καμώματά της...- και άλλοι δευτερεύοντες χαρακτήρες. Ο Θανάσης
Παπαθανασίου και ο Μιχάλης Ρέππας έχουν ακολουθήσει στο έργο τους -ένα έργο με τραγούδια αλλά όχι μιούζικαλ- «Το δικό μας σινεμά», πιστά, τη συνταγή του δικού τους «Βίρα τις άγκυρες» (Εθνικό Θέατρο, 1997). Εκεί, θέμα τους ήταν η επιθεώρηση -από κτίσεώς της μέχρι και το «Ελεύθερο Θέατρο»-, εδώ, ο «παλιός» ελληνικός κινηματογράφος, με άξονα τον Φιλοποίμενα Φίνο και την «Finos Films», από το 1958 και την έκρηξή του έως την παρακμή του τη δεκαετία του ’70, λόγω τηλεόρασης, έως και το 1977 και το θάνατο του Φίνου. Εκεί ήταν ένθετα επιθεωρησιακά νούμερα, εδώ είναι ένθετα τραγούδια που έγιναν επιτυχίες μέσα από το σινεμά -μερικά εξαιρετικά, όλα

πολυακουσμένα και πολυαγαπημένα. Η πλοκή και στο «Βίρα τις άγκυρες» διέθετε πολλές ερωτικές σχέσεις, γάμους, μοιχείες, διαζύγια..., εδώ δεν πρόκειται παρά για ένα συνεχές ερωτικό 
γαϊτανάκι που παίζεται πέριξ της «Finos» και των πλατό της, χωρίς να είναι ούτε ο ίδιος ο παραγωγός ούτε άλλα γνωστά πρόσωπα του σινεμά παρόντα στη σκηνή -αναφέρονται μόνο, κάθε τόσο, τα ονόματά τους. Τα πρόσωπα του έργου είναι φανταστικά αλλά οι λεπτομέρειες διαρκώς παραπέμπουν, για τους παροικούντες την Ιερουσαλίμ τουλάχιστον, σε πρόσωπα υπαρκτά και σε πράγματα απτά, με τους συγγραφείς να τα 

παραλλάζουν αλλά παράλληλα να δίνουν στους ήρωές τους μικρά ονόματα που θυμίζουν ηθοποιούς και καλλιτέχνες της εποχής χωρίς, πάντως, να τους ταυτίζουν με τις ζωές και τις πράξεις των συγκεκριμένων. Η δομή του έργου,
με τα πολλά πρόσωπα και τις πολλές σύντομες σκηνές, γραμμένες με την τεχνική τηλεοπτικού σεναρίου -μία λέξη από την τελευταία ατάκα της σκηνής περιέχεται στην πρώτη ατάκα της επόμενης-, παραπέμπει στην τηλεόραση, όπως και όλο το ύφος: εύκολο, χαριτωμένο, «πικάντικο»... Αλλά το σύνολο είναι καλά λαδωμένο. Και προσπαθεί να μιμηθεί τις παλιές ελληνικές ταινίες, γραμμένο α λα μανιέρ τους -ακολουθεί, δηλαδή, το στιλ τους «κλέβοντας» σκηνές τους, θυμίζοντας φιγούρες τους, κάνοντας νύξεις... Οι συγγραφείς συνυπογράφουν και τη σκηνοθεσία μαζί με το χορογράφο της παράστασης Φωκά Ευαγγελινό. Η παράσταση είναι εύρυθμη, είναι ανάλαφρη, έχει χιούμορ, έχει και συγκίνηση, τα τραγούδια είναι καλά δεμένα με τα κείμενα, τα 

σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή, με τα τρία περιστρεφόμενα σπετσάτα/τοίχους, τη βοηθούν λειτουργικά, η Έβελυν Σιούπη έχει κάνει τεράστια -και καλή, σε γενικές γραμμές- δουλειά με τα εκατοντάδες κοστούμια της που διατρέχουν τριάντα χρόνια, η 
Ελευθερία Ντεκώ είναι μαστόρισσα στους φωτισμούς, ο Κάρολος Πορφύρης έχει εξαιρετικά αποτελέσματα στο video design και στις προβολές που κυριαρχούν στο δεύτερο μέρος δένοντας την παράσταση με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής -δολοφονία Λαμπράκη, Ανένδοτος Αγώνας, Αποστασία, Χούντα, Μεταπολίτευση, κηδεία Φίνου... αλλά «Το δικό μας σινεμά» δεν είναι «Βίρα τις άγκυρες». Βλέπετε, εκεί, την παράσταση απογείωνε η σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή... Είναι, όμως, μία παράσταση εύφορη όπου βασικότατο ρόλο παίζουν οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού που αστράφτουν μέσα από το καλοδουλεμένο, πολυμελές μπαλέτο και οι μουσικές και τα τραγούδια για τα οποία έχει πράξει τα καλύτερα 
ο Νίκος Ζαχαρίου (πρωτότυπη μουσική, ενορχήστρωση, μουσική διεύθυνση της, επίσης, πολυμελούς, ζωντανής ορχήστρας) ενώ ο Χάρης Γεωργίου υπογράφει τη μουσική διδασκαλία. Και είναι μία μεγάλη, πλούσια παραγωγή -κάτι σπάνιο, πια, στις μέρες μας- που δεν έχει φεισθεί εξόδων. Ο -ολίγον αποστασιοποιημένος- Σπύρος Παπαδόπουλος, ο πάντα φινετσάτος Γιώργος Κωνσταντίνου, η Πηνελόπη Πιτσούλη, ο Κώστας Κόκλας, η -κάπως ψυχρή- Κατερίνα Λέχου, ο Γιώργος Χρανιώτης, η Σύλβια Δελικούρα, η Ευγενία Σαμαρά υποστηρίζουν την παράσταση. Θα ήθελα, όμως, κάποιους να ξεχωρίσω. Η Δέσποινα Βανδή, εκτός από εμφάνιση, πολύ καλή κίνηση και εξαίρετη φωνή, μοιάζει να έχει πια εγκλιματιστεί στο θέατρο. Ο Μέμος Μπεγνής, ανάλαφρος και χαριτωμένος, έχει υποκριτικό έρμα και θαυμάσια φωνή -έξοχος! Η Παρθένα Χοροζίδου, απολαυστική, ακομπλεξάριστη κωμική ηθοποιός, εξαιρετική στα μουσικοχορευτικά, κάπως υστερεί στις πρόζες της -πρέπει να 


δουλέψει την άρθρωσή της. Μου άρεσε πολύ η Μαριλού Κατσαφάδου στο «νούμερό» της -Μπετ Μίντλερ λίγο μου θύμισε.
Και, πάνω από όλους, ξεχώρισα την Ελένη Γερασιμίδου -υπέροχη 
καρατερίστα, μ’ αυτό το λαϊκό, άμεσο, υπαινικτικό, καλοκάγαθο στην επιφάνεια αλλά υποδόρια δηκτικότατο χιούμορ της, παίζει
σαν νεράκι που κυλάει- και τον Παύλο Χαϊκάλη -σπουδαίος κωμικός που απενοχοποιεί αφοπλιστικά το ρόλο του Χρόνη με το χιούμορ που τον ερμηνεύει, χωρίς ποτέ να γίνεται κραυγαλέος, χωρίς ποτέ να υποχωρεί στη χυδαιότητα και στη 
φτήνια. Μία λαϊκή παράσταση, διασκεδαστική, που ποτέ δεν 
γίνεται χυδαία και που δεν σας κοροϊδεύει. Αν αυτό είναι που περιμένετε, θα περάσετε καλά σε ένα θέατρο πολιτισμένο και φιλικό (Όσες φωτογραφίες δεν υπογράφει ο Πέτρος Νικολαρέας είναι του Γιώργου Καλφαμανώλη). 

(Το πρόγραμμα-βιβλίο της παράστασης  -το έχει επιμεληθεί ο παθιασμένος με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και άριστος γνώστης του Ιάσων Τριανταφυλλίδης-, ογκώδες και βαρύ άρα δύσχρηστο αλλά χορταστικό, κομίζει πλούσια στοιχεία και σπάνιο φωτογραφικό υλικό).

Θέατρο «Άλσος», 11 Ιουλίου 2019.

No comments:

Post a Comment