January 25, 2019

Στο Φτερό / Λιμπρέτο μπλεγμένο κουβάρι: ο κουρσάρος που 'γινε Δόγης


«Σιμόν Μποκανέγκρα» του Τζουζέπε Βέρντι, λιμπρέτο (Αντόνιο Γκαρθία Γκουτιέρεθ) Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, αναθεώρηση Αρίγκο Μπόιτο / Μουσική διεύθυνση: Ζωή Τσόκανου. Σκηνοθεσία: Ελάιτζα Μοσίνσκι.
 

Σιμόν Μποκανέγκρα: ονομαστός κουρσάρος του 13ου αιώνα στην υπηρεσία της Τζένοβα -πόλης-κράτους της, τότε, κατακερματισμένης Ιταλίας- στην οποία την εξουσία διεκδικούν οι αντιμαχόμενες παρατάξεις των πατρικίων -ανάμεσα στους ηγέτες 
τους, ο Γιάκοπο Φιέσκο- και των πληβείων -ανάμεσα στους ηγέτες τους, ο Πάολο Αλμπιάνι- την οποία έχει υπερασπιστεί επιτυχώς από πολλούς εχθρούς. Ο Σιμόν, είχε ερωτευτεί την Μαρία, κόρη του αριστοκράτη Φιέσκο, τον αγάπησε κι εκείνη, απέκτησαν κι ένα κοριτσάκι αλλά ο πατέρας της είχε αρνηθεί να της επιτρέψει το γάμο μ’ έναν «κατώτερό» της και τη φυλάκισε στο μέγαρό τους ενώ ο Μποκανέγκρα παρέδωσε το 
παιδί, που του ’δωσαν, επίσης, τ’ όνομα Μαρία, σε μια παραμάνα έξω απ’ την πόλη. 1339 κι ο Πάολο, για να τον έχει του χεριού του, του προτείνει να ’ναι υποψήφιος για το υπέρτατο αξίωμα του Δόγη, ώστε να μπορέσει να προσεγγίσει και την αγαπημένη του, πράγμα που ο Μποκανέγκρα αποδέχεται. Ο Πάολο πείθει τους πληβείους να τον εκλέξουν: ο Μποκανέγκρα γίνεται ο πρώτος Δόγης της Τζένοβα. Αλλά την ίδια στιγμή ανακαλύπτει πως η Μαρία, στερημένη απ’ τον άντρα και το παιδί της, μόλις έχει πεθάνει. Η προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με τον πατέρα της, τον Φιέσκο, ναυαγεί γιατί εκείνος του ζητάει το παιδί -την εγγονή του- του οποίου, όμως, ο Μποκανέγκρα έχει χάσει τα ίχνη γιατί η παραμάνα που της το είχε εμπιστευτεί πέθανε. 

Είκοσι πέντε χρόνια περίπου μετά -1363-, η χαμένη Μαρία Μποκανέγκρα, που τη μεγάλωσαν καλόγριες σ’ ένα μοναστήρι μετά το θάνατο της παραμάνας, ζει ως Αμέλια Γκριμάλντι. Ξέρει, όμως, πως είναι υιοθετημένη. Tη μέρα που την παρέδιδαν στο 
μοναστήρι, πέθανε το κοριτσάκι της αριστοκρατικής οικογένειας Γκριμάλντι που, κυνηγημένη απ’ τον Δόγη λόγω αντιπαλότητας, την υιοθέτησε κρυφά για να σώσει, περνώντας την στ’ όνομά της, την τεράστια περιουσία της οικογένειας, που ο Μποκανέγκρα επρόκειτο να κατασχέσει. Τ’ αδέλφια της βρίσκονται στην εξορία και κηδεμόνας της είναι ο μυστηριώδης Αντρέα Γκριμάλντι που δεν είναι παρά ο -χωρίς κι οι δυο να το ξέρουν- παππούς της Φιέσκο που ’χει φύγει απ’ την 
Τζένοβα, κρύβει την ταυτότητά του και συνωμοτεί με τη φατρία των Γουέλφων εναντίον του Μποκανέγκρα. Η Αμέλια/Μαρία, ερωτευμένη με τον αριστοκράτη Γκαμπριέλε Αντόρνο -που ο Μποκανέγκρα έχει σκοτώσει τον πατέρα του κι είναι συνταγμένος, επίσης, με τους Γουέλφους και τον Φιέσκο εναντίον του-, δέχεται την πίεση του Δόγη να παντρευτεί τον άνθρωπό του, τον Πάολο που την 

επιθυμεί. Εκείνη, όταν μαθαίνει ότι ο Μποκανέγκρα δίνει χάρη στ’ αδέρφια της, τον εμπιστεύεται και του εξομολογείται ότι δε θέλει να παντρευτεί τον Πάολο αλλά κι ότι δεν είναι Γκριμάλντι αλλά υιοθετημένη απ’ τους Γκριμάλντι. Απ’ τα συμφραζόμενα αποκαλύπτεται ότι ειν’ η χαμένη κόρη του, η Μαρία. Ο Πάολο, χολωμένος απ’ την 
απόρριψη, βάζει ανθρώπους του να την απαγάγουν αλλά ο Αντόρνο την ελευθερώνει, εν μέσω εξέγερσης των Γουέλφων, αλλά δε μαθαίνει τον υπαίτιο της απαγωγής και κατηγορεί για την πράξη αυτή τον Δόγη που η Αμέλια, όμως, τον υπερασπίζεται αλλά χωρίς να φανερώσει τ’ όνομα του ένοχου Πάολο. Ο οποίος, τρέμοντας την επικείμενη αποκάλυψη και τιμωρία του, ρίχνει δηλητήριο αργής δράσης στο ποτήρι του Σιμόν ενώ ζητάει απ’ τον Αντρέα, στον οποίο αναγνωρίζει τον Φιέσκο κι ο οποίος έχει συλληφθεί για συμμετοχή στην εξέγερση, να δολοφονήσει τον Μποκανέγκρα. Όταν εκείνος περήφανα αρνείται, εκβιάζει τον, επίσης, συλληφθέντα, για τους ίδιους λόγους, Αντόρνο να το κάνει, λέγοντάς του ότι, δήθεν, ο Δόγης ποθεί την
αγαπημένη του Αμέλια. Εκείνη αποκαλύπτει στον πατέρα της ότι είναι ερωτευμένη με τον εχθρό του, τον Αντόρνο. Ο Μποκανέγκρα δέχεται να τον συγχωρήσει, παρά το ότι έχει συνωμοτήσει εναντίον του. Καθώς ο κρυμμένος Αντόρνο ετοιμάζεται να τον σκοτώσει, η 
Αμέλια τον προλαβαίνει και τον σταματάει ενώ ο Μποκανέγκρα του αποκαλύπτει, τελικά, ότι ’ναι ο πατέρας της. Ο Αντόρνο, καταρρακωμένος, του προσφέρει την αφοσίωσή του κι εκείνος τη δέχεται, αρκεί να καταπνίξει την εξέγερση των πληβείων που ο Πάολο έχει υποδαυλίσει. Αυτό και γίνεται. Μπορούν πια να παντρευτούν με την Αμέλια. Ο πάντα διαλλακτικός Δόγης αμνηστεύει όσους συνεργάστηκαν με τους Γουέλφους, ανάμεσά τους και τον Φιέσκο, στον οποίο αποκαλύπτει ότι η Αμέλια ειν’ η κόρη του κι εγγονή του Φιέσκο, η Μαρία. Ο Πάολο οδηγείται προς εκτέλεση για την εξέγερση των πληβείων που προκάλεσε και τ’ άλλα εγκλήματά του. Αλλά το δηλητήριό του έχει ενεργήσει. Όταν οι νιόπαντροι επιστρέφουν, ο Σιμόν Μποκανέγκρα πεθαίνει. Πριν εκπνεύσει ορίζει διάδοχο του το γαμπρό του, πια, Γκαμπριέλε Αντόρνο. Πάνω σ’ αυτό το -βασισμένο στο ομότιτλο θεατρικό έργο (1843) του Ισπανού 


Αντόνιο Γκαρθία Γκουτιέρεθ, απ’ τους ηγέτες του ρομαντικού κινήματος στην Ισπανία, περιπετειώδες μελόδραμα που αντλεί από ιστορικά γεγονότα κι υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα- περιπεπλεγμένο, χιλιομπλεγμένο λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, με προσθήκες του Τζουζέπε Μοντανέλι -αποτελεί οδυνηρό εγχείρημα η αφήγηση και μόνο της πλοκής του...-, ο Τζουζέπε Βέρντι κατάφερε να συνθέσει την όπερά του «Σιμόν 
Μποκανέγκρα» (1857). Μια όπερα που, ίσως, δε βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των έργων του αλλά δεν παύει να ’ναι Βέρντι -ένας συνθέτης μ’ εκπληκτικά πλούσια κοιτάσματα, που λάτρεψε και δόξασε τη φωνή και που κατάφερε να κάνει τη λόγια μουσική κτήμα των ευρύτερων στρωμάτων. Μια όπερα μ’ εξαιρετικές σελίδες -ανάμεσά τους, ενδεικτικά, σταχυολογώ το τρίο Μποκανέγκρα-Αμέλια/Μαρία-Αντόρνο «Perdon, Amelia… Indomito»
της δεύτερης πράξης ή το μοναδικό, βαθιά συγκινητικό ντουέτο -βαρύτονος και μπάσος- Μποκανέγκρα-Φιέσκο «Piango, perché mi parla in te» της τρίτης πράξης- την οποία ο Βέρντι αναθεώρησε (1881) πάνω στο, επίσης, αναθεωρημένο απ’ τον Αρίγκο Μπόιτο λιμπρέτο. Εκδοχή που παρουσιάζεται και τώρα απ’ την Λυρική -παραγωγή της «Βασιλικής Όπερας, Κόβεντ Γκάρντεν» του Λονδίνου, χρονολογούμενη απ’ το 1991-, σε σκηνοθεσία του εγκατεστημένου στην Βρετανία, Αυστραλού Ελάιτζα Μοσίνσκι, την οποία έχει αναβιώσει ο Ρόρι Φαζάν. Ο Μοσίνσκι, χωρίς να υπερβεί τα εσκαμμένα ενός συμβατικού ανεβάσματος -η παράσταση, άλλωστε, έχει πια ηλικία 28 χρόνων-, πάνω στα, φωτισμένα άψογα απ’ τον Τζον Χάρισον, μεγαλόπρεπα 


σκηνικά του Αμερικανού Μάικλ Γίργκαν και τα έξοχα κοστούμια του, επίσης Αμερικανού αλλά γεννημένου στην Βρετανία, Πίτερ Τζ. Χολ, που δε βρίσκεται πια στη ζωή, έχει δημιουργήσει, εμπνευσμένους απ’ την Αναγέννηση, ζωντανούς πίνακες χωρίς να 

αδιαφορήσει για το έμψυχο υλικό -μια παράσταση που σέβεται και διαβάζει, χωρίς υπερβάσεις, το έργο. Ικανοποιητικότατο και το μουσικό μέρος. Η ανερχόμενη Ζωή Τσόκανου, απ’ το πόντιουμ, κατηύθυνε σωστά, με προσοχή στις λεπτομέρειες, τη σε φόρμα Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, πετυχαίνοντας και τις εντάσεις, τις κορυφώσεις, όπου χρειάζονταν, αλλά χωρίς να υστερήσει και στις πιο εσωτερικές, πιο ατμοσφαιρικές στιγμές που απαιτούν αποχρώσεις. Επαρκέστατη κι η Χορωδία της ΕΛΣ με διευθυντή τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο. Χωρίς ιδιαίτερη σκηνική άνεση αλλά με πολύ καλή, μεστή φωνή ο βαρύτονος Γιάννης Σελητσανιώτης (Πάολο). Εξαίρετος φωνητικά αλλά κάπως πρέπει να φορμάρει και την υποκριτική του απόδοση ο τενόρος Δημήτρης Πακσόγλου (Γκαμπριέλε). Ο μπάσος Χριστόφορος Σταμπόγλης (Φιέσκο) ξέρει, πλέον, καλά να σταθμίζει τη σκηνική παρουσία του με κύρος συνδυάζοντάς την με ζεστή, πλούσια φωνή κι εξαίρετη τεχνική, έστω κι αν στον Πρόλογο τον ένοιωσα κάπως ασταθή. Η ρουμάνα σοπράνο, στέλεχος της Λυρικής, Τσέλια Κοστέα έχει καλή παρουσία και μια γερή φωνή δραματικής σοπράνο, επαρκέστατη για μια ικανοποιητική Αμέλια/Μαρία αλλά μου έδινε την εντύπωση, στα περισσότερα σημεία, να μην είναι πάντα εντός 

τόνου. Ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς επιβεβαίωσε το μέγεθός του: προοδευτικά, από σκηνή σε σκηνή, κατακτούσε το ρόλο του Μποκανέγκρα για να τον εκτινάξει στις δυο τελευταίες πράξεις. Το ντουέτο του με τον Χριστόφορο Σταμπόγλη-Φιέσκο -έχουν κι οι 

δυο μουσικότατες, γλυκόπιοτες φωνές κι έδεναν μεταξύ τους-, απ’ τις πιο δυνατές στιγμές της βραδιάς (Φωτογραφίες: Δημήτρης Σακαλάκης). 


(Με τη γνωστή φροντίδα του Τομέα Δραματολογίας της ΕΛΣ -Νίκος Δοντάς (υπεύθυνος), Σοφία Κομποτιάτη, Φοίβη Παπαγιαννίδη-, το δίγλωσσο -ελληνικά κι αγγλικά- πρόγραμμα της παράστασης. Συνεχίζω να μην αντιλαμβάνομαι το πνεύμα της αισθητικής του με τη συνειρμική χρήση των φωτογραφιών στην εικονογράφηση και, κυρίως, διαφωνώ κάθετα να μην υπάρχει ούτε μια φωτογραφία του «τιμώμενου», όπως καθιερώθηκε, σε κάθε πρόγραμμα, καλλιτέχνη της ΕΛΣ -εδώ, ο «Τζων Μοδινός, ο πρώτος δόγης της Εθνικής Λυρικής Σκηνής».

Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Κύκλος «Ιταλικής Όπερας», «Βασιλική Όπερα, Κόβεντ Γκάρντεν» Λονδίνου, 22 Ιανουαρίου 2019.

No comments:

Post a Comment