February 16, 2015

Η Ιόλη Ανδρεάδη επαναφέρει τον Αρτό στην ελληνική σκηνή


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση

Την παράσταση για τρία πρόσωπα «Η οικογένεια Τσέντσι», εμπνευσμένη απ’ το θεατρικό έργο «Οι Τσέντσι» του Αντονέν Αρτό, θα παρουσιάσει, σε κείμενο και σκηνοθεσία της, η νεαρή σκηνοθέτρια Ιόλη Ανδρεάδη, απ’ τις 16 του προσεχούς Οκτωβρίου στον Ειδικά Διαμορφωμένο Υπόγειο Χώρο του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», συνεχίζοντας, μετά το μονόλογο «Αρτό / Βαν Γκογκ: Avec un pistolet» του οποίου η Ιόλη Ανδρεάδη συνέθεσε το κείμενο, βασισμένη στο δοκίμιο (1947) του Αρτό «Βαν Γκογκ: ο αυτόχειρας της κοινωνίας», και τον οποίο σκηνοθέτησε -παρουσιάζεται στο θέατρο «Σημείο» με ερμηνευτή τον Ιωάννη Παπαζήση-, την έρευνά της πάνω στον γάλλο διανοητή -ηθοποιό, σκηνοθέτη, ποιητή, συγγραφέα, θεωρητικό...- και το «Θέατρο της Σκληρότητας», τη θεατρική φόρμα που ο Αρτό εισήγαγε.
Ο Αντονέν Αρτό, άντρας, στη νεότητά του, όμορφος, παρορμητικός, ενθουσιώδης, με υπέρμετρη ζωτικότητα, που έζησε μια ζωή θυελλώδη έως τραγική- οι θεραπείες για τα νευρολογικά προβλήματα που είχε από παιδί, εξ αιτίας μιας κληρονομικής σύφιλης, του προκάλεσαν εθισμό στα ναρκωτικά κι η ψυχική πάθηση που τον βασάνιζε και που χειροτέρεψε με τα χρόνια, χωρίς όμως ο Αρτό να χάσει τη διαύγειά του, τον οδήγησε σε ψυχιατρικό άσυλο όπου και βρήκε, αφού γεύτηκε τη φρίκη των, σε πρωτόγονο, τότε, στάδιο, ηλεκτροσόκ, το θάνατο από υπερβολική δόση ενός φαρμάκου, το 1948, 52 μόλις ετών-, πρωτοπαρουσίασε τους «Τσέντσι» του στο Παρίσι το 1935 -πριν από 80 ακριβώς χρόνια.
Το έργο -με θέμα την κολασμένη αριστοκρατική ρομαϊκή οικογένεια των Τσέντσι, που άφησε το αιμομικτικό και δολοφονικό στίγμα της στο τέλος του 16ου αιώνα-, εμπνευσμένο απ’ την ομώνυμη τραγωδία (1819) του Πέρσι Μπις Σέλι -κατά κάποιο τρόπο, αναπροσαρμογή της- και το επίσης ομώνυμο διήγημα (1837) του Σταντάλ, έργο που όπως έλεγε ο Αρτό έθετε σε αμφισβήτηση «όλες τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας, της τάξης, της δικαιοσύνης, της θρησκείας, της οικογένειας, του έθνους», κι η παράσταση -τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο ίδιος ο Αρτό κρατώντας και το ρόλο του Κόμη Τσέντσι και τα σκηνικά και τα κοστούμια ο Μπαλτίς- κρίθηκαν ως αποτυχία από κοινό και κριτικούς κι η παράσταση έμεινε στη σκηνή μόνο για δεκαεπτά βράδια. (Στην επισυναπτόμενη φωτογραφία ενός εισιτηρίου της πρεμιέρας-γκαλά
μπορείτε να δείτε, πρώτη μεταξύ των μελών της επιτροπής που είχε θέσει υπό την αιγίδα της την παράσταση, την «Α.Β.Υ. την Πριγκίπισσα Γεωργίου της Ελλάδας». Δεν ήταν παρά η πριγκίπισσα Μαρί Μποναπάρτ -γνωστή μας ως Μαρία Βοναπάρτη-, δισεγγονή του Λισιέν Μποναπάρτ, Πρίγκιπα του Κανίνο και του Μουζινιάνο, νεότερου αδελφού του Ναπολέοντα, 
η οποία είχε παντρευτεί τον δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου Α΄, Πρίγκιπα Γεώργιο, Ύπατο Αρμοστή της Κρητικής Πολιτείας (1898-1906),
διάσημη ψυχαναλύτρια και συγγραφέας, στενά συνδεδεμένη με τον Σίγκμουντ Φρόιντ). Παρά την αποτυχία της, όμως, έθεσε σ’ εφαρμογή τη θεωρία του Αρτό για το νέο είδος θεάτρου που οραματιζόταν στα μανιφέστα του, το λεγόμενο «Θέατρο της Σκληρότητας», και θεωρείται ορόσημο που θα επηρεάσει, στη συνέχεια, όσο λίγες, το σύγχρονο θέατρο.
Ο Αρτό, που είχε ξεκινήσει απ’ το κίνημα των σουρεαλιστών για να τους αντιταχτεί κατόπιν και να τον αποκλείσουν, μετά την οικονομική αποτυχία του εγχειρήματος απογοητεύτηκε τόσο που αποφάσισε πως δε θα ξανασκηνοθετήσει για το θέατρο ποτέ πια. 

«Ο Αρτό παραμένει μια από τις μεγαλύτερες επιρροές στο χώρο των παραστατικών τεχνών» σημειώνει, μ’ αφορμή τα σχέδιά της για την παράσταση, η σκηνοθέτρια Ιόλη Ανδρεάδη. «Με τους ‘Τσέντσι’ επιχειρεί να δείξει τι εννοεί με τη ‘σκληρότητα’: όχι τόσο μια απλή δραματοποίηση εξωτερικής σκληρότητας, όσο μια στρατηγική που στοχεύει στην ανάδυση και έκφραση υποσυνείδητων δυνάμεων και ταυτόχρονα στην πειθαρχία εκείνη που ο καλλιτέχνης του θεάτρου πρέπει να υπακούει. Ένα καινούριο ανέβασμα μπορεί να υπογραμμίσει μια τέτοια στρατηγική. Η ιδέα είναι ένα ανέβασμα των ‘Τσέντσι’ σ’ ένα νέο έργο που εξερευνά τα όρια μεταξύ ακραίου ρεαλισμού και υπερρεαλισμού». 
Η διανομή και οι λοιποί συντελεστές της παράστασης δεν είναι ακόμα οριστικοποιημένοι.  
Η ελληνική σκηνή, σε γενικές γραμμές, έχει αγνοήσει τον Αντονέν Αρτό. Τον πρωτοπαρουσίασε -και, αν δεν κάνω λάθος, ήταν η μόνη φορά- ο Γιάννης Κακλέας με τη δική του «Ομάδα Θέαμα», τη σεζον 1988/1989, στον πρώτο του «Τεχνοχώρο», στο παλιό Παγοποιείο του Φιξ, στο τέρμα της Πατησίων, μέσα από μια ενδιαφέρουσα περφόρμανς με τον τίτλο «Εγώ, ο Αντονέν Αρτό», η οποία περιλάμβανε ακριβώς και σκηνές απ’ τους «Τσέντσι». Όσο για τους «Τσέντσι» του Σέλι, τους ανέβασε στον Λυκαβητό, με το τότε «Αθηναϊκό Θέατρό» του ο Γιώργος Γραμματικός το καλοκαίρι του 1992. 


Κατά ευτυχή σύμπτωση, το νεόκοπο «Cinemarian», στο Κουκάκι, οργανώνει, αυτές τις μέρες, αφιέρωμα στον Αντονέν Αρτό, που το πρώτο μέρος του, την προσεχή Πέμπτη 19 Οκτωβρίου, περιλαμβάνει την προβολή της ταινίας του Καρλ Τίοντορ Ντράιερ «Το πάθος της Ιωάννας της Λορένης» (1928), όπου ο Αρτό κρατάει το ρόλο ενός μοναχού, και το ντοκιμαντέρ «Στη συντροφιά του Αντονέν Αρτό» (1993) του Ζεράρ Μορντιγιά.

No comments:

Post a Comment