June 26, 2012

Τσέχοφ στις εκπτώσεις


Το έργο / Η σκηνοθεσία. Δεν αρκεί η τόλμη. Ούτε το τάλαντο. Χρειάζεται και η ωριμότητα. Και η βαθιά μελέτη. Για ν’ ανεβάσεις Τσέχοφ στη σκηνή. Ένα εσωτερικό καταστάλαγμα. Ένας εσωτερικός κραδασμός. Και σίγουρα ένας σκηνοθέτης. Που, επίσης, να συγκεντρώνει αυτές τις ιδιότητες. Έτσι πιστεύω. Στις μέρες μας, στο ελληνικό θέατρο, τα πράγματα έχουν γίνει πολύ εύκολα. Οι Τσέχοφ, και οι Σέξπιρ, και οι Λόρκα, και οι Μπέκετ, και οι Πίντερ ανεβαίνουν με μεγάλη ευκολία. Και χωρίς πολλή σκέψη.
Είδα, με τις καλύτερες των προθέσεων, την εκδοχή των «Τριών αδελφών» που ανέβασε η ομάδα «Baumstrasse» με τον τίτλο «Τρεις αδελφές à Moscou, στη Μόσχα, to Moscow, nach Moskau!» σε σκηνοθεσία συλλογική. Προς τιμήν τους η τόλμη της επιλογής, προς τιμήν τους ο χαρακτηρισμός της δουλειάς τους «Μια παράσταση βασισμένη στο έργο του Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ», μολονότι η _ συλλογική επίσης _ δραματουργική επεξεργασία δεν έχει πειράξει πολύ το πρωτότυπο. Αλλά…
Καταρχάς η μετάφραση της Νικολέττας Φριντζήλα ισοπεδώνει, κατά τη γνώμη μου, το κείμενο, το στερεί από αυτή την αχνή, κρυμμένη ποίησή του και το φτηναίνει ενώ οι επεμβάσεις της δραματουργικής επεξεργασίας δείχνουν να έγιναν χωρίς λόγο, για να μας κάνουν πιό λιανά, για να κραυγάσουν τις διακριτικές αποχρώσεις του κειμένου και του αποδίδουν άδικα διαστάσεις σοσιαλιστικού ρεαλισμου _ τa λογίδριο του Βερσίνιν και του Τούζενμπαχ για παράδειγμα.
Από την άλλη, η απουσία σκηνοθέτη βγάζει μάτι. Για τη γραμμή της παράστασης επελέγη μια εκδοχή «μιούζικαλ». Μέγα λάθος, κατά τη γνώμη μου. Η εσωτερική μουσική είναι το άλφα και το ωμέγα του τσεχοφικού κειμένου. Προς τι οι μουσικές και τα τραγούδια που υπογράφει, χωρίς, ομολογώ, να διακρίνω κάποια ιδιαίτερη έμπνευση, ο Πανού Μανού;  Δεν είναι εντελώς περιττά; Προς τι ξαφνικά να αρχίζουν να τραγουδούν το κείμενο α λα «Ομπρέλες του Χερβούργου»; Μήπως απλώς είναι αμηχανία όταν δεν μπορούμε να βρούμε τη μουσικότητα του ίδιου του τσεχοφικού λόγου, τα ημιτόνια του; Προς τι, ως έναρξη, η μελοποίηση του ποιήματος του Ορέστη Λάσκου «Το Παρίσι»; Βρέθηκαν αναλογίες με την Μόσχα των «Τριών αδελφών»; Ναι, υπάρχουν. Αλλά είναι επιπέδου αναψυκτηρίου.
Και τα «ευρήματα»; Τα ρόλερ σκέιτ της Ιρίνα ή η σκηνή που ο Αντρέι «οριζοντιώνει» την Νατάσα ενώ οι υπόλοιποι τους φωτογραφίζουν με φλας, οι συν-σκηνοθέτες πίστεψαν πως εκσυγχρονίζουν το έργο, τόσο άτεχνα ριγμένα; Βρίθει, άλλωστε, η παράσταση από ατεχνίες και κακοτεχνίες. Και κυριαρχεί η απόλυτη έλλειψη προσοχής στη λεπτομέρεια. Με τι δένουν η επιπέδου κατινοκαβγά γειτονιάς ελληνικής ταινίας του ’60 σύγκρουση Όλιας – Νατάσας ή η υστερική κρίση της Ιρίνας; Τι παιδαριώδεις, άσκεφτες απλοποιήσεις είναι αυτές;
Ο όχι ιδιαίτερα λειτουργικός σκηνικός χώρος, με τα πατάρια, του Βασίλη Μαντζούκη, η πλαγίως στημένη οθόνη για τα βίντεο που στραβολαιμιάζεις να τη δεις, τα προβλήματα στάθμισης των φωνών στο χώρο _ κάποιες στιγμές οι ηθοποιοί δεν ακούγονται _ και τα εκ των ενόντων και χωρίς καμμία αισθητική κοστούμια της Ηλιάννας Σκουλάκη _ μα δεν είναι εντελώς αφελές ο τίτλος του Τούζεμπαχ βαρόνος να υποδηλώνεται με γκοφρέ αναγεννησιακό γιακά; _ συντείνουν στο ατυχές κατά τη γνώμη μου αποτέλεσμα.
Οι ερμηνείες. Η απουσία σκηνοθέτη γίνεται ορατή και στο δέσιμο των ηθοποιών. Είναι ανύπαρκτο. Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει και ό,τι μπορεί. Η διανομή διαθέτει αρκετούς ηθοποιούς που εκτιμώ τις ικανότητες, τις επιλογές και τη σοβαρότητά τους _ Σύρμω Κεκέ, Δημήτρης Αγαρτζίδης (που έχει ωριμάσει)… Αλλά κανείς τους δεν έχει ξεφύγει από την έλλειψη σκηνοθετικής καθοδήγησης. Ρόλοι ισοπεδωμένοι, υλοποιούν τον κίνδυνο που υποβόσκει στον Τσέχοφ: να εισπραχθεί ως ασημαντολογία, ως τιποτολογία, ενώ λέει τα πάντα. Η Όλια, η Μάσα και η Ιρίνα να εκληφθούν απλώς ως τρεις κακομοίρες της επαρχίας που η πρώτη μαραζώνει ως γεροντοκόρη καθηγήτρια, η παντρεμένη μ’ έναν γελοίο δεύτερη κερατώνει τον άντρα της μ’ έναν αξιωματικό επίσης παντρεμένο, με μια υστερική και η τρίτη αναγκάζεται να αποδεχθεί την πρόταση γάμου ενός άλλου αξιωματικού που καθόλου δεν της αρέσει, μόνο και μόνο για να ξεφύγει από την ασφυξία της επαρχίας αλλά εκείνος σκοτώνεται σε μονομαχία πριν από το γάμο κι ο Αντρέι, ο αδελφός τους, ως ένας ασήμαντος που τον κουκουλώνει μια κυράτσα η οποία, τελικά, θα κυριαρχήσει στο σπίτι των Προζόροφ. Ε, δεν είναι αυτό οι «Τρεις αδελφές» και ο Τσέχοφ…
Η Κατερίνα Πατσιάνη ευτελίζει απελπιστικά την Νατάσα, η Τατιάνα Πίττα, καμώνεται την Όλια, η Θεανώ Μεταξά με τόσες αδυναμίες που έχει _ κίνηση, φωνή, έλλειψη  ενέργειας και εκφραστικότητας _ απορείς πώς ανέλαβε την Ιρίνα ενώ η Σταυρούλα Κοντοπούλου και ο Πανού Μανού αγγίζουν τα όρια του ερασιτεχνισμού.
Συμπέρασμα. Κάποιες στιγμές νόμιζα πως βλέπω παράσταση όχι δραματικής σχολής απλώς αλλά μαθητική, κάποιου λυκείου. Σέβομαι τα παιδιά, επαναλαμβάνω πως εκτιμώ την προσπάθεια αλλά φιλτέρα η αλήθεια _ η δική μου έστω αλήθεια: δεν βάφονται έτσι τα’ αυγά…

Θέατρο «Baumstrasse», 25 Ιουνίου 2012 

1 comment:

  1. Αγαπητέ κύριε Σαρηγιάννη μπορείτε να μου υποδείξετε σε ποιο σημείο της εμπαθούς αυτής κριτικής φανερώνεται ο επικαλούμενος "σεβασμός" σας στο πρόσωπο των ηθοποιών αλλά και η "εκτίμηση" στη προσπάθεια τους?

    ReplyDelete