December 1, 2016

«Το μεγάλο φαγοπότι στο Ελληνικό Φεστιβάλ Νο 3: Το ακόμα μεγαλύτερο φαγοπότι»


Το Τέταρτο Κουδούνι / 1 Δεκεμβρίου 2016 



Νοιώθω off. Νοιώθω ένα τίποτα. Μια βδομάδα πάει να κλείσει κι εγώ σε ουδεμία δήλωση δεν έχω προβεί για το θάνατό του Φιντέλ (Κάστρο εννοώ αλλά γράφω σκέτο Φιντέλ, που, μόνο του, δείχνει μια μεγαλύτερη οικειότητα). Ειλικρινά λυπάμαι. Που δεν εξέφρασα ολοκληρωμένη άποψη -δηλαδή καθόλου άποψη δεν εξέφρασα- για την ιστορία του, τις ιδέες του και την υλοποίησή τους μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές. Άφησα τις τόσες χιλιάδες αρμόδιους και βαθείς γνώστες του θέματος -που την έχουν την ολοκληρωμένη την άποψη-, να τοποθετηθούν εμβριθώς στο facebook, σε μια τεράστια γκάμα -από «σκατά στον τάφο του» μέχρι «hasta la victoria siempre». Οπωσδήποτε, κάτι περισσότερο, ως φαίνεται, θα ξέρουν από μένα. Οπότε, εγώ ας επιλέξω την -ντροπιαστική, ε;- σιωπή.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…  


Έγραφα την περασμένη Πέμπτη στο «Τέταρτο Κουδούνι» γι αυτά που συνέβησαν στο Εθνικό Θέατρο και στο Ελληνικό Φεστιβάλ: «[…] ας γίνουν μάθημα -σιγά που θα γίνουν...- πως στους οργανισμούς αυτούς πρέπει να διορίζονται συμβούλια όχι, έτσι, στα ξεκούδουνα, από γνωστούς του εκάστοτε υπουργού ή κομματικά προσκείμενους αλλά από ανθρώπους που γνωρίζουν το αντικείμενο, έχουν, όμως, και την καλή προαίρεση να συνεννοηθούν και να συνεργαστούν με τους διευθυντές…». Μετά την παύση του προηγούμενου Δ.Σ. στο Ελληνικό Φεστιβάλ και το διορισμό νέου, με πρόεδρο τον Γιάννη Μηλιό, τα οποία μεσολάβησαν, οι καινούργιοι, ως προκύπτει εκ των συμφραζομένων, πληρούν το τελευταίο σκέλος του αιτούμενου -έχουν, δηλαδή, «την καλή προαίρεση να συνεννοηθούν και να συνεργαστούν» με το διευθυντή…. Για τ’ άλλα τι να σας πω; Το σίγουρο είναι ότι θα υπάρχει μια ζεστή -οικογενειακή και φιλική- ατμόσφαιρα… 



Πάντως, απ’ όλο αυτό το μαλλιοτράβηγμα -που προηγήθηκε- «Ποια πήγε κι άπλωσε τα ρούχα στην ταράτσα;» στο Ελληνικό Φεστιβάλ, «με το χέρι στη μέση» που σας έγραφα, επίσης στο προηγούμενο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 24 Νοεμβρίου, και μετά, αφενός, τη σοβαρή καταγγελία του καλλιτεχνικού διευθυντή του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου ότι το Φεστιβάλ «συνεχίζει να πληρώνει κινητό τηλέφωνο του Γιώργου Λούκου» και, αφετέρου, τη -μεταμεσονύκτια- ανακοίνωση που ’στειλε το -απελθόν- Διοικητικό Συμβούλιο του Φεστιβάλ, την περασμένη Κυριακή, όπου αναφέρεται, ως προς τη βαρύνουσα καταγγελία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, ότι «ο ισχυρισμός αυτός είναι ακριβής ως προς το ποσό των 87,84 ευρώ που πράγματι αφορά πάγια τέλη από σύνδεση στο όνομα του κου Γ. Λούκου. Η διαπίστωση αυτή προέκυψε με αφορμή τον επίμαχο λογαριασμό και οφείλεται σε μη καταχώριση της δήλωσης βούλησης περί διακοπής της σύνδεσης που κατέθεσε, παρουσία υπαλλήλου της Ελληνικό Φεστιβάλ ΑΕ, ο Γ. Λούκος ενώπιον εξουσιοδοτημένου καταστήματος της Cosmote AE, μετά την απομάκρυνσή του από το ΔΣ της εταιρείας», εγώ, ένα κατάλαβα: 
πως, τελικά, ο τέως πρόεδρος του Φεστιβάλ Γιώργος Λούκος φέρεται να ’χει ζημιώσει το ελληνικό Δημόσιο, όχι απλώς με τα 2.735.762,54 ευρώ, όπως κατάγγελλε, πέρσι, τέτοιες καιρό, επί σειρά δημοσιευμάτων, εκ των οποίων το δεύτερο με τον τίτλο «Το μεγάλο φαγοπότι στο Ελληνικό Φεστιβάλ Νο 2», η Εφημερίδα των Συντακτών, αλλά ΚΑΙ ΜΕ 87,84, επιπλέον, ευρώ. Ήτοι 2.735.762,54+87,84= 2.735.850,38 ευρώ -ελπίζω να μην έκανα λάθος στην κρίσιμη πρόσθεση.
Δηλαδή, προφανώς, πρόκειται για «Το μεγάλο φαγοπότι στο Ελληνικό Φεστιβάλ Νο 3: Το ακόμα μεγαλύτερο φαγοπότι». Ε;


Δεν είμαι φαν του ύφους Γιάννη Οικονομίδη στις ταινίες του. Απ’ το πρώτο σοκ που ’παθα όταν πρωτόδα και πρωτάκουσα…- το «Σπιρτόκουτο» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, σε κόπια εργασίας, μη επεξεργασμένη μάλιστα ηχητικά -φαντάζεστε όλο εκείνο το ουρλιαχτό και το βρισίδι μη επεξεργασμένο, επιπλέον, ηχητικά… Το φανταζόμουν πως την ίδια γραμμή θ’ ακολουθούσε και στο θέατρο, όταν διάβασα ότι θ’ ανέβαζε το «Στέλλα κοιμήσου» στο Εθνικό -στην Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος». Κι αυτό έκανε.
Στην πρώτη ώρα της παράστασης όλοι οι ηθοποιοί ουρλιάζουν και σκυλοβρίζονται χυδαία χωρίς αποχρώντα λόγο, επικαλύπτοντας ο ένας τον άλλο και, προφανώς, αυτοσχεδιάζοντας -ειδικά η πρώτη σκηνή, όπου βρίζονται τα δυο αδέρφια, μου φάνηκε, επιπλέον, τόσο μα τόσο περιττή, τόσο ξεκρέμαστη δραματουργικά.
Απ’ τη στιγμή, όμως, που μπήκε στη σκηνή ο Στάθης Σταμουλακάτος, ο padre padrone Αντώνης Γερακάρης του έργου -μια μαφιόζικη φιγούρα, κάτι μεταξύ Μαρινάκη και Μπέου- κι άρχισε η σκηνή της υποτιθέμενης αποδοχής απ’ τον Γερακάρη του ειδύλλιου της κόρης του, της Στέλλας, με τον τηλεοπτικό αστέρα Μάριο Αγγελή, το οποίο ανατρέπει το σχέδιό του για τον αρραβώνα της με κάποιον πλούσιο της επιλογής του, σκηνή με μια υποβόσκουσα απειλή η οποία καταλήγει σε -απολύτως, εδώ, δικαιολογημένη, ηφαιστειακή έκρηξη, μέχρι και το φινάλε, οι εντυπώσεις μου άρδην άλλαξαν -ανατράπηκαν: εξαιρετικές παύσεις, συγκλονιστικές σιωπές, εκείνο το χέρι του πατέρα που μένει ξεκρέμαστο όταν το δίνει στην κόρη, εκείνη η ανεπίδοτη χειραψία σε ένδειξη «συμφιλίωσης», ο Στάθης Σταμουλακάτος να κάνει την ερμηνεία της ζωής του…
Με συγκεχυμένες εντυπώσεις βγήκα: τι χρειάζονταν όλα εκείνα τα στεντόρεια μπινελίκια της πρώτης ώρας; Μήπως δεν είναι παρά μια -αφελής- μανιέρα στην οποία έχει βολευτεί ο Γιάννης Οικονομίδης; Η τελευταία μισή ώρα αποδεικνύει ότι μπορεί κι «αλλιώς». Και μπορεί πολύ καλά.


Και μια παρατήρηση. Το έργο, στην αναγγελία του φετινού ρεπερτορίου του Εθνικού, ανακοινώθηκε ως «εμπνευσμένο» απ’ την «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγορίου Ξενοπούλου. Και είναι -εγώ για να ’μαι ακριβής θα το χαρακτήριζα ως ελεύθερη, ριζική διασκευή: η βασική πλοκή, οι χαρακτήρες, τα ίδια είναι… Στο πρόγραμμα της παράστασης αναφέρεται ως έργο του Γιάννη Οικονομίδη με «επιμέλεια κειμένου» Βαγγέλη Μουρίκη. Ούτε μια κουβέντα για τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Ούτε στα «credits» ούτε στην ανάλυση που υπογράφει ο συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος ούτε στα σημειώματα των ηθοποιών, ούτε στην ιστοσελίδα του Εθνικού, ούτε πουθενά -τίποτα! Απορώ. Για θέμα δικαιωμάτων πρόκειται;


Πάντως «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγορίου Ξενοπούλου θα ’χουμε και την αυθεντική φέτος στη σκηνή: την ανεβάζει στο «Χώρα», στις 5 Δεκεμβρίου, η θεατρική ομάδα «Μπουλούκι» σε σκηνοθεσία Γιώργου Λύρα.
Εκεί, όμως, άλλο περίεργο διάβασα στο σχετικό δελτίο Τύπου που μου ’στειλαν αναγγέλλοντας το ανέβασμα: «40 χρόνια μετά από την τελευταία παράσταση (1977)». Τι εννοούν ακριβώς; Τη σεζόν 1977/1978 η «Στέλλα Βιολάντη», ναι, είχε ανεβεί απ’ την «Ελεύθερη Σκηνή», σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, στο -τότε- θέατρο «Καλουτά».
Αλλά έκτοτε ανέβηκε πολλές ακόμα φορές -τουλάχιστον τρεις στο ΚΘΒΕ, σε ΔΗΠΕΘΕ… Εννοούν στην Αθήνα (που το ’χα διαβάσει και στα «Νέα» το καλοκαίρι); Και πάλι λαθεύουν. Η «Στέλλα Βιολάντη» ανέβηκε το 1994/1995 στο θέατρο «Βεργή» απ’ τον Χρήστο Φράγκο που ’παιζε τον Παναγή Βιολάντη -τον πατέρα-, σε σκηνοθεσία Κλέαρχου Καραγιώργη. Αυτά τα «για πρώτη φορά» θέλουν ψάξιμο, ε; Διότι, άμα στείλεις το δελτίο, αυτό ανακυκλώνεται αμάσητο… Και το «40 χρόνια μετά» παντού το βλέπω να ξεφυτρώνει πια.


Τι βαρετό να βλέπεις σ’ επανάληψη, δεν ξέρω για ποσοστή φορά, μια συμβατική, άψυχη παράσταση της «Τραβιάτας», όπως αυτή του Νίκου Πετρόπουλου, που χρονολογείται απ’ το 2001… Με τσόντες στα σκηνικά για να γεμίσει η διπλάσια σκηνή της Αίθουσας «Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής, όπου η παράσταση μεταφέρθηκε, προφανώς για να κόψει περισσότερα εισιτήρια, απ’ το «Ολύμπια» για τη σκηνή του οποίου είχε σχεδιαστεί, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, κι όπου παιζόταν μέχρι πέρσι. Με μια Βιολέτα -την Ρουμάνα Έλενα Μόσουκ- με πολύ καλή φωνή και συμπαθητική εμφάνιση και υποκριτική αλλά που πόρρω απέχει απ’ τη σοπράνο που θ’ απογείωνε το ρόλο. Μ’ ένα τενόρο -τον Αντώνη Κορωναίο ως Αλφρέντο- με ανεκτή φωνή αλλά που κοίταζε τον αρχιμουσικό Λουκά Καρυτινό περισσότερο απ’ την αγαπημένη του Βιολέτα, κρεμασμένος πάνω του με μια έκφραση πανικού -σ’ ολόκληρο, μα σ’ ΟΛΟΚΛΗΡΟ το ντουέτο τους «Un di, felice, eterea» της πρώτης πράξης, ματιά δεν της έριξε της δύστυχης, με το βλέμμα καρφωμένο στo ψηλά τοποθετημένο, στα θεωρεία, μόνιτορ απ’ όπου έβλεπε το μαέστρο!-, με γκριμάτσες και με τικ. 
Και με κάτι δημοσιοϋπαλληλικούς διεκπεραιωτές σε κάποιους δεύτερους ρόλους -όχι όλους ευτυχώς. Ποιος ο λόγος, δηλαδή, να τη δεις αυτή την παράσταση; 
Ο λόγος ήταν ένας και μοναδικός: Δημήτρης Πλατανιάς. Ο βαρύτονος στο ρόλο του Τζόρτζιο Ζερμόν. Γι άλλη μια φορά θα επαναλάβω τα ίδια: σπουδαία, «γλυκιά» φωνή που δεν πιέζεται να βγει, αναβλύζει. Τον είχα ξαναδεί στο ρόλο αλλά θα τον ξανάβλεπα χίλιες φορές. Όσο πάει και την ανοίγει περισσότερο τη φωνή του, όσο πάει και τη βελτιώνει την υποκριτική του, παρά τα περισσευούμενα κιλά του, όσο πάει και κατακτά περισσότερο το ρόλο. Μεγάλη φωνή, μεγάλη ερμηνεία. Η κορυφαία μονάδα της Λυρικής σήμερα.
Και γι άλλη μια φορά αναρωτιέμαι: η Λυρική γιατί δεν ανεβάζει έργα ΠΑΝΩ του; Του το οφείλει. Αφήστε που τη συμφέρει… Το κοινό έχει καταλάβει περί τίνος πρόκειται, η υποδοχή που του γίνεται κάθε φορά -έτσι και στην «Τραβιάτα»- είναι περισσότερο από εύγλωττη.




Είδα -επιτέλους!- και τον -περσινό- σεξπιρικό «Ριχάρδο Γ΄» του Τάκη Τζαμαργιά με την Καίτη Κωνσταντίνου στον επώνυμο ρόλο, στο «Σύγχρονο Θέατρο». Λυπάμαι που δεν έχω τίποτα να πω. Μόνο να εκφράσω μια απορία μου: «goth απόδοση» πώς μπορεί να δέσει με την -προπολεμική- μετάφραση του Κ. Καρθαίου;


Η στήλη αυτή, «Το Τέταρτο Κουδούνι», έκλεισε στις 25 Νοεμβρίου δεκαεφτά χρόνια ύπαρξης. 25 Νοεμβρίου 1999 ήταν όταν πρωτοεμφανίστηκε -σ’ έντυπη μορφή -στα «Νέα». Εκεί έζησε δεκατρία χρόνια παρά κάτι. Απ’ τις 22 Οκτωβρίου 2011 έδωσε τ’ όνομά της και στο παρόν ιστολόγιο -totetartokoudouni.blogspot.com- όπου και την αναρτούσα μετά τη δημοσίευσή της στην εφημερίδα. Στα «Νέα» δημοσιεύτηκε για τελευταία φορά στις 25 Οκτωβρίου του 2012. Τη ζωή της, όμως, δεν την έκοψαν. Χωρίς καμιά διακοπή, απ την 1 Νοεμβρίου του 2012, τη συνεχίζει εδώ, σε αποκλειστικά ηλεκτρονική μορφή.
Δε θέλω να γράψω λόγια μεγάλα. Απλώς ότι συνεχίζω. Με τον τρόπο που θέλω και μπορώ. Τι είναι, άλλωστε, δεκαεφτά χρόνια; «Το Τέταρτο Κουδούνι» την εφηβεία του ακόμα διανύει. Σας ευχαριστώ όλους που με διαβάζετε.

2 comments: