February 5, 2015

Όταν τον Όρτον τον πετάω και τον πιάνω ή Όταν ο Μπογδάνος συναντάει τον Τζο Όρτον



Το Τέταρτο Κουδούνι /5 Φεβρουαρίου 2015

Το «Θέατρο του Νέου Κόσμου» συγκαταλέγεται σ’ αυτά που εκτιμώ. Πάντα ό,τι έχω δει εκεί με υποχρέωνε να το σεβαστώ. Άσχετα με επί μέρους αποτελέσματα. Στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» έχω δει παραστάσεις εξαιρετικές, παραστάσεις καλές, παραστάσεις μέτριες, παραστάσεις που δεν μου άρεσαν, παραστάσεις που με συνεπήραν και παραστάσεις στις οποίες βαρέθηκα. Ποτέ, όμως, παραστάσεις που να μ’ έχουν εξοργίσει. Όπως το «Loot-Τα λάφυρα» που παρακολούθησα προχτές στην Κεντρική Σκηνή του σε μετάφραση (;) Κώστα Τσιανάκα και σκηνοθεσία Μάκη Παπαδημητρίου. Σκηνοθέτης και ηθοποιοί συμπαθέστατοι, απόφοιτοι οι περισσότεροι της δραματικής σχολής του Εθνικού, με καλές έως και εξαίρετες επιδόσεις στο ενεργητικό τους, με ήθος, που τους εκτιμώ: πώς επέτρεψαν στον εαυτό τους ν’ ανεβάσουν και να παίξουν αυτή την αριστουργηματική, οξύτατη, δηκτική σάτιρα ηθών μ επικάλυψη φάρσας του Τζο Όρτον ΕΤΣΙ;

Ήταν Τζο Όρτον αυτό που είδα; Μ’ ερωτήματα τύπου «Από πού κλάνει το μπαρμπούνι;»; Με εσωτερικούς μονολόγους τύπου «Τι θα κάνω; Τι θα κάνω; Τον πετάω και τον πιάνω»; Ή με αστεία τύπου «Με τι κατηγορία θα τον παραπέμψετε; Ότι διαβάζει ποίηση του Κωνσταντίνου Μπογδάνου»; Ήταν Τζο Όρτον αυτή η αλαλουμτζίδικη παράσταση μαθητών του λυκείου επί τη ευκαιρία των Απόκρεω; Ήταν Τζο Όρτον αυτή η πλάκα της παρέας; Έλεος!
Ξέρετε, παιδιά, η έπαρση κι ο ναρκισισμός ενεδρεύουν. Και μπορεί να την πάθεις χωρίς να το καταλάβεις. Και τ αποτελέσματα να ναι θλιβερά. Όπως το συγκεκριμένο. Ντροπή! Εκτίθεστε.


Ίσως, αυτό το σύμπτωμα να ’ναι, όμως, και μια απ’ τις γενικότερες επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο θέατρο. Όπου το επίπεδο, απ’ τα κρατικά Θέατρα μέχρι τα λεγόμενα «εμπορικά», της πιάτσας, όλο και κατεβαίνει. Αργά αλλά σταθερά -χαμηλά, όλο και πιο χαμηλά. «Για ν αρέσουμε», «για να γελάσουν», «για να ρθει πολύς κόσμος»... Αλλά να το βλέπω αυτό στον περσινό κατ’ ευφημισμόν Φεντό του «Αλίκη», για παράδειγμα, πάει κι έρχεται, το καταλαβαίνω. Να το βλέπω σ ένα  -έστω κάποτε- επιχορηγούμενο Θέατρο, ε, δεν μπορώ να το καταπιώ... 




Πάντως, γενικά, δεν έχει τύχη ο Όρτον στην Ελλάδα. Και μεταφραστικά και σκηνοθετικά. Νομίζω το ιδιότυπο, μοναδικό χιούμορ αυτού του κατευθείαν απόγονου του Φεντό και του Όσκαρ Ουάιλντ δεν ειν εύκολο να το πιάσει ο Έλληνας. Έχω δει σχεδόν όλες τις ελληνικές παραστάσεις Όρτον, απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’70 που ξεκίνησαν. Και τι είδα κι άκουσα; Μεταφράσεις που εξυπνάκιζαν για να γίνουν εξυπνότερες και πιο λαμπερές των πανέξυπνων κι αστραφτερών κειμένων, μεταφράσεις επίπεδες που πρέφα δεν πήραν απ’ την ορτονική τρέλα, μεταφράσεις ανίδεων, παραστάσεις που τον αντιμετώπιζαν σα Σακελλάριο ή -το χειρότερο...- σα Ρήγα-Αποστόλου, παραστάσεις χωρίς χιούμορ... Ελάχιστες είχαν κάποια επί μέρους ενδιαφέροντα στοιχεία.
Και μόνο μια ήταν για μένα γνήσιος, απολαυστικός, απόλυτος Όρτον, εντελώς στο πνεύμα του: «Τι είδε ο μπάτλερ» σε μετάφραση Θωμά Μοσχόπουλου-Τάσου Βάρβαρου και σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Αλλά ένας μόνο σωστός Όρτον σε πάνω από σαράντα χρόνια είναι λίγο, πολύ λίγο...



Μια φίλη μου είχε αντιρρήσεις πάνω σ’ όσα έγραψα στο «Τέταρτο Κουδούνι» της περασμένης Πέμπτης για τον νέο αναπληρωτή υπουργό Πολιτισμού Νίκο Ξυδάκη -και κάτι μου ’λεγε για το «τόσο λιβάνισμα» που του κάναμε.
Εγώ θα επαναλάβω αυτά που ’γραψα εκφράζοντας τον ενθουσιασμό μου για το γεγονός «πως αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού ανέλαβε, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, κάποιος που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΕΤΟΣ με τον πολιτισμό. Πόσω μάλλον όταν αυτός είναι ο Νίκος Ξυδάκης».
Και, απλώς, θ αναφέρω, ΠΕΡΑΝ της -τυχόν- προσωπικότητας και του -τυχόν-έργου τους, έτσι για τη σύγκριση, ως προς τη σχέση τους με τον πολιτισμό, μερικά απ’ τα ονόματα που «λάμπρυναν» το θώκο του υπουργού Πολιτισμού απ’ το ’71 που ιδρύθηκε -διότι επί χούντας ιδρύθηκε: Κωνσταντίνος Παναγιωτάκης, Δημήτριος Τσάκωνας -οι επί χούντας-, Γεώργιος Πλυτάς, Δημήτριος Νιάνιας, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα, Σωτήρης Κούβελας, Τζαννής Τζαννετάκης, Ντόρα Μπακογιάννη, Ευάγγελος Βενιζέλος, Θεόδωρος Πάγκαλος, Κώστας Καραμανλής, Πέτρος Τατούλης ως υφυπουργός, Γιώργος Βουλγαράκης, Μιχάλης Λιάπης, Αντώνης Σαμαράς, Παύλος Γερουλάνος, Κώστας Τζαβάρας ως αναπληρωτής υπουργός, Πάνος Παναγιωτόπουλος, Κώστας Τασσούλας -και τι δεν είδαμε δηλαδή...
Σας αρκούν; (Α, και μη μου θυμίσετε κάποια άλλα ονόματα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, που όλοι τα γνωρίζουμε...). 





Ψευδαισθήσεις... Βλέποντας στο Μέγαρο την παράσταση των Γιάννη Κόκκου/Μύρωνα Μιχαηλίδη/Λυρικής με το «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ, κάποιες στιγμές ένοιωθα πως με είχαν στείλει γι ανταπόκριση στο εξωτερικό... 



Ποτέ, τελικά, δεν ανέβηκε, το «Woodsman» του Στίβεν Φέκτερ -έχει γίνει ταινία με τον Κέβιν Μπέικον-, που σχεδίαζε να κάνει την άνοιξη του 2014, στο «104», ο Ιωάννης Παπαζήσης. Και για το οποίο σας είχα γράψει στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 16 Οκτωβρίου του 2013. Αλλά ο καλός ηθοποιός επανήλθε στη σκηνή ως Αντονέν Αρτό πια. Στο μονόλογο «Αρτώ/Βαν Γκόγκ. Avec un Pistolet» -κείμενο/σκηνοθεσία της Ιόλης Ανδρεάδη- που μόλις ανέβηκε στο «Σημείο». Ενδιαφέρον ακούγεται. Θα πάω. 



Τελικά, η Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής αποδεικνύεται ακατάλληλη να φιλοξενεί απευθείας μεταδόσεις παραστάσεων. Είδα εκεί την «Εύθυμη χήρα» της «Μετροπόλιταν Όπερα» της Νέας Υόρκης σε μια οθόνη μικρότερη, αν δεν κάνω λάθος, της οθόνης που χρησιμοποιείται στην «Τριάντη» και -το βασικό- σε μια προβολή υποφωτισμένη. Είπα «τυχαίο θα ’ναι».
Πάω να δω και «Τα παραμύθια του Χόφμαν» -μετάδοση απ’ την «Μετροπόλιταν» επίσης-, ο ίδιος κακός φωτισμός που ακυρώνει κάθε απόχρωση των επί σκηνής δρωμένων. Αλλά εδώ τα πράγματα, ακόμα χειρότερα -έστω κι αν δεν έφταιγε η συγκεκριμένη αίθουσα γι αυτό. Ολόκληρος ο Πρόλογος να κυλάει με συνεχείς διακοπές και παγώματα της εικόνας -καταστροφή. Διέκοψαν και μας δικαιολογήθηκαν πως έφταιγε ο σφοδρός αέρας που έπνεε και δημιουργούσε προβλήματα στη δορυφορική μετάδοση. Ίσως. Εγώ πάντως έφυγα. Και πολύ λυπήθηκα. 




Έγραψα στο «Τέταρτο Κουδούνι» της περασμένης Πέμπτης για το «Συγχώρεσέ με» των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη, που παίζεται, σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση, στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού αλλά παρέλειψα αυτό που μου ’κανε τη μεγαλύτερη εντύπωση στην παράσταση. Όταν βγήκε στη σκηνή με τον πατέρα του -τον Άντρα 2, όπως ονομάζεται ο ήρωας στο έργο, ήτοι τον καλό Λαέρτη Μαλκότση- το Αγόρι, αναρωτιόμουνα για ώρα πού βρήκανε έναν τόσο πειστικό έφηβο να παίξει το ρόλο τόσο καλά. Άργησα να καταλάβω ακόμα και πως ήταν κορίτσι.
Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, τ’ όνομά της -απόφοιτη 2013 της δραματικής σχολής του Εθνικού. Δεν τη θυμόμουνα απ’ την καμπανελλική «Γειτονιά των αγγέλων» του Εθνικού, όπου έπαιζε, όπως μου ’πανε, κι όπου την είχα δει πέρσι -και μου ’χε φανεί πολύ άπειρη όπως διαπίστωσα μετά, διαβάζοντας το σχετικό κείμενό μου. Αλλά θυμήθηκα πως την είδα, στο Εθνικό πάντα, στην αρχή της σεζόν, στην επανάληψη της «Δυτικής αποβάθρας» του Κολτές, όπου την είχα προσέξει πολύ θετικά.
Μεγάλο τάλαντο, τελικά, νομίζω. Και μόνο απ’ τον τρόπο που ’χει όχι απλώς κατεβάσει αλλά τοποθετήσει και χρησιμοποιεί τη φωνή της για να πείσει ως αγόρι το εισπράττεις. Για να μη μιλήσω για την εκφραστικότητά της.



Και μια... δήλωση. Επειδή με πληροφόρησαν απ’ το θέατρο «Κινητήρας» πως, ερήμην μου, έκλεισε κάποιος στ όνομά μου δυο, μάλιστα, θέσεις σε -sold out- παράστασή τους κι επειδή και παλαιότερα είχαν χρησιμοποιήσει τ όνομά μου για δωρεάν είσοδο σε θέατρα «εκ μέρους μου», να δηλώσω δημόσια πως ΠΟΤΕ δεν στέλνω ΚΑΝΕΝΑΝ σε ΚΑΝΕΝΑ θέατρο. Παρακαλώ, αν υποπέσει κάτι στην αντίληψη κάποιου, να με ενημερώσει. Είμαι ικανός να φωνάξω και την αστυνομία.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...

No comments:

Post a Comment