February 12, 2015

Η αποτρεπτική κάθοδος της Ιοκάστης Παπαδάμου...


Το Τέταρτο Κουδούνι /12 Φεβρουαρίου 2015
Διχογνωμία για τον «Άμλετ» του Γιάννη Χουβαρδά και της  Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Διάβασα κι άκουσα πολλές αντιρρήσεις κι ενστάσεις κι απορρίψεις. Άκουσα, όμως, και διάβασα κι εξίσου πολλά θετικά έως και υπερθετικά. Έγραψα ήδη κάτι στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 25 Ιανουαρίου. Αλλά δεν πρόλαβα να γράψω εκτεταμένα τη γνώμη μου, όπως σας είχα υποσχεθεί. Οπότε επανέρχομαι επιμένοντας πως πιστεύω ότι αυτός, ο ψιθυριστός, ο «συριστικός» σα φίδι, ο υποχθόνιος, ο σκοτεινός, ο μυστηριακός «Άμλετ» ήταν μια εξαιρετική παράσταση. Κι η καλύτερη μέχρι τώρα του Γιάννη Χουβαρδά. Με επιμέρους επιτεύγματα, τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, τις μουσικές του Δημοσθένη Γρίβα που εξελίσσεται αλματωδώς, τις ερμηνείες των ηθοποιών...
Θέλω, όμως, να σταθώ περισσότερο σε δυο σημεία: στη μετάφραση, πρώτα, του Διονύση Καψάλη. Που πιστεύω πως είναι μνημειώδης. Μια μετάφραση όπου ο μεταφραστής ψάχνει, ξεκουκίζει, διαλέγει με σχολαστική προσοχή μια-μια τις λέξεις με τον κίνδυνο να οδηγηθεί στην εκζήτηση αλλά τελικά καταφέρνει να τις συνδυάσει έτσι ώστε να οδηγηθεί στο ποιητικό επίτευγμα. Ανυπομονώ να τη διαβάσω -καθυστέρησε λιγάκι, σε σχέση με την παράσταση, η έκδοσή της.

Και, δεύτερον, να σταθώ στον Χρήστο Λούλη-Άμλετ. Τον παρακολουθώ βήμα-βήμα απ’ την πρώτη του εμφάνιση -με Σέξπιρ, κατά σύμπτωση, και πάλι, τον Εδμόνδο στον «Βασιλιά Λιρ» του Γιώργου Λαζάνη και του «Θεάτρου Τέχνης», άλλη κορυφαία μετάφραση του Διονύση Καψάλη. Ήταν 1999 κι έχουν περάσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Τον θεωρούσα, από πολύ νωρίς, τον καλύτερο ηθοποιό της γενιάς του. Μετά απ’ ΑΥΤΗ, τη βαθιά εσωτερική ερμηνεία του στον Άμλετ, τον θεωρώ έναν απ’ τους δυο κορυφαίους άντρες ηθοποιούς που διαθέτει το ελληνικό θέατρο. Ανεξαρτήτως, πια, γενιάς. Ας προσέξει για τη συνέχεια. 



Πώς λέμε «Η αποτρεπτική άνοδος του Αρτούρο Ούι» του Μπρεχτ; Ιδού κι η αποτρεπτική κάθοδος της Ιοκάστης Παπαδάμου...

Τι απογοήτευση να παρακολουθείς μέσα σε λίγα χρόνια -απ’ το 2008 μέχρι το 2015- την καθοδική πορεία ενός τόσο ευφυούς, τόσο σπαρταριστού κειμένου, όπως το «Απόψε τρώμε στην Ιοκάστης» -της κωμωδίας του Άκη Δήμου... Απ’ το πρώτο ανέβασμα της, στην Θεσσαλονίκη -Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», θέατρο «Αμαλία», σεζόν 2007-2008, σπιντάτη σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου, με απολαυστική Έφη Σταμούλη- στο δεύτερο, το αθηναϊκό -«Ελληνική Θεαμάτων, θέατρο «Χορν», φτηνιάρικη σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή αλλά με δαιμόνια Σοφία Φιλιππίδου-, μέχρι το, δίκην τηλεοπτικού υποπροϊόντος, φετινό κιτς κινηματογραφικό κατασκεύασμα που μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το έργο -«σκηνοθεσία» Βασίλης Μυριανθόπουλος, με (διασωζόμενη πάντως) Ρένια Λουιζίδου... Ελπίζω κι εύχομαι να μην του συμβούν και χειρότερα του καημένου του -καλού- κειμένου... 




Είχα πάρει μια μυρουδιά για τη σχέση του «Effect-Τομογραφία του έρωτα» της Βρετανίδας Λούσι Πρεμπλ, όταν το ’δα στην Πάτρα απ’ το ντόπιο ΔΗΠΕΘΕ -σε μια εξαιρετική παράσταση του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη-, με το «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ. Κι είχα καταλάβει πως τ όνομα Τρίσταν του νεαρού ήρωά του, πειραματόζωου στη δοκιμή μιας καινούργιας αντικαταθλιπτικής ουσίας, ο οποίος ερωτεύεται, υπό την επήρεια (ή μήπως όχι;) της ενισχυμένης ντοπαμίνης, ένα κορίτσι συν-πειραματόζωό του, δεν είναι τυχαίο.
Τώρα, όμως, που είδα την όπερα στο Μέγαρο και τη φρεσκάρισα στο μυαλό μου, κατάλαβα τη στενή σχέση τους. Το ερωτικό φίλτρο που η Μπρανγκένε, ακόλουθος της Ιζόλδης χορηγεί στους δυο ήρωες χωρίς να τους το αποκαλύψει, η Πρεμπλ είχε την ευφυή ιδέα να το μετατρέψει σε ουσία αντικαταθλιπτική με μεγάλη δόση ντοπαμίνης. Αλλά το ερώτημα παραμένει το ίδιο: ο έρωτας, το πάθος που εκρήγνυται και στα δυο έργα είναι καρπός των ουσιών αυτών ή, έτσι κι αλλιώς, θα ξεσπούσε ερήμην τους, με την ίδια ορμή;
Όσοι είδατε τη συγκλονιστική παράσταση της Λυρικής και δείτε και την παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας -που σας συνιστώ ένθερμα να τη δείτε καθώς από μεθαύριο Σάββατο έρχεται Αθήνα, στο «Σύγχρονο Θέατρο»- θα με καταλάβετε καλύτερα.




Τι μούχλα έργο, Θεέ μου! Το «Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές» του Ρόμπερτ Μπολτ. Που θυμήθηκε ν’ ανεβάσει τώρα -στην Κεντρική, μάλιστα, Σκηνή του- το Εθνικό μας Χατζακιστάν. Απ’ τα μακρινά 60’s -όπως τα λέμε πια-, όταν, ενώ η αγγλική σκηνή κόχλαζε απ’ τους Όσμπορν, τους Μπέκετ, τους Πίντερ, τους Στόπαρντ, η κατεστημένη καθωσπρέπει έκφραση του βρετανικού θεάτρου προσπαθούσε να κρατηθεί στα πόδια της -και στο σανίδι- με «καλοφτιαγμένα» δραματάκια ιστορικού περιεχομένου όπως αυτό. Που τότε, εδώ, δεν τ’ ανέβαζε, βέβαια, το Εθνικό αλλά ο καθωσπρέπει Μουσούρης. Και τα χαρακτήριζαν «καλογραμμένα».
Και τι άοσμη, άχρωμη, άγευστη, η παράσταση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου! (Γιατί; Θα βρέθηκε, φαίνεται, έξω απ’ τα νερά του). Τι ανόρεχτη! Που όλοι οι επί σκηνής να μου φαίνονται πως δεν έχουν πειστεί γι αυτό που κάνουν αλλά πως απλώς διεκπεραιώνουν. Που μερικοί, τους οποίους εξαιρετικά εκτιμώ, να ’χουν εξαφανιστεί. Που ο σκηνοθέτης να προσπαθεί, ντε και καλά, σε αγώνα άπελπι, να βγάλει συμπρωταγωνιστή τον Δημήτρη Πιατά -εκεί να δείτε άνθρωπος για όλες τις εποχές...- ως ρόλο-αφηγητή. Και ο οποίος με τσαχπινιές να μας εξηγεί το ιστορικό υπόστρωμα του έργου και να μας κλείνει το μάτι για τις υποτιθέμενες -άντε!- σχέσεις του κειμένου με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα μέσα από κάτι πρόσθετα κειμενάκια στεγνά, αντιθεατρικά, αφελή, λες αντλημένα από εγχειρίδιο Ιστορίας λυκείου, για να μην πω γυμνασίου.
Τι πλήξη, Θεέ μου! Πόσο βαρέθηκα εν μέσω μιάς πλατείας που ’λεγες «να τα, τα ΚΑΠΗ, έχουν σήμερα έξοδο στο θέατρο». Σα να ’χα διακτινιστεί δεκαετίες πριν.



Αλλά στο Χατζακιστάν πάντα υπάρχει και κάτι χειρότερο: «Μυστικοί αρραβώνες» του Γρηγορίου Ξενοπούλου σε θεατρική διασκευή Άκη Δήμου. Όπου στη σκηνή του «Κοτοπούλη» βλέπεις, σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή Σωτήρη Χατζάκη, να (κακο)παίζεται ένα σίριαλ. Δεν έχω να πω πολλά. Διότι η συγκεκριμένη παράσταση με αποστόμωσε. Να πω μόνο πως είναι κρίμα για κάποιους καλούς έως πολύ καλούς ηθοποιούς της που χαραμίζονται εκεί. Και πως την παράσταση -σκηνικά και κοστούμια Έρσης Δρίνη- θα πρέπει υποχρεωτικά να τη δουν φοιτητές -κατά προτεραιότητα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών-, σπουδαστές και μαθητές. Αλλά οπωσδήποτε ενταγμένη στο πλαίσιο ενός σεμιναρίου για το κιτς. Του οποίου, αισθητικά, αποτελεί την επιτομή.
Ε, δε βλέπεις συχνά να τοποθετείται ένα δραματικό ρομαντζάκι του Ξενόπουλου σε -μπλιαχ!- σκηνικό με παπιέ μασέ αρχαία ερείπια -κάτι σαν κολώνες και κάτι σαν αετώματα και κάτι σαν Πύλες των Λεόντων και κάτι σαν επιτύμβια...- συνδυασμένα με τσεχοφικές... σημύδες και ρουστίκ κρεμαστά φανάρια. Και τους ήρωες, ντυμένους με κοστούμια, όπου οι δεκαετίες του ’10, του ’20 και του ’30 μπερδεύονται γλυκά, να χορεύουν σε εσπερίδες, ανάμεσα στα συγκεκριμένα ερείπια και στις συγκεκριμένες σημύδες, βαλς και ταραντέλες ή να τρώνε ψητά σε τραπέζια οικογενειακά. Είναι, επομένως, μεγάλη η ευκαιρία.




«Την ίδια σχεδόν στιγμή η ηθοποιός και σκηνοθέτιδα εκφράζει την επιφυλακτικότητά της για την πολυφωνία και την πολυσυλλεκτικότητα της αθηναϊκής θεατρικής σκηνής. ‘Σε μια χρονιά, 1.400 παραστάσεις είναι πολύ μεγάλος αριθμός’»: από συνέντευξη της Μαριάννας Κάλμπαρη, της νέας καλλιτεχνικής διευθύντριας του «Θεάτρου Τέχνης», στην Γεωργία Γεωργακαράκου που δημοσιεύτηκε στα «Νέα». Το διάβασα και γέλασα. Καμιά εικοσπενταριά, τουλάχιστον, παραστάσεις κι «αναλόγια» έχει προγραμματίσει η Μαριάννα Κάλμπαρη φέτος για το «Θέατρο Τέχνης» -στις δυο αίθουσές του. Φαντάσου και να μην ήταν επιφυλακτική!



Υποσχέθηκα απ’ την αρχή της σεζόν να σας καταμετρώ τους -άνευ προηγουμένου- αμέτρητους φετινούς Τσέχοφ -συν τις παραστάσεις που αντλούν απ’ τον Τσέχοφ- της ελληνικής σκηνής. Το ’κανα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 23 Οκτωβρίου και στις 18 Δεκεμβρίου κι είχαμε φτάσει στους δεκατέσσερις.
Επανέρχομαι σήμερα με τον δεκατο πέμπτο: «Συγχωνευση οικογενειών», μια παράσταση βασισμένη στο μονόπρακτό του «Πρόταση γάμου» που παίζεται σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Βασιλείου στο «Από Μηχανής».

No comments:

Post a Comment