November 5, 2014

Ένα Σαββατοκύριακο καθόλου χαμένο: 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης -ακόμα Διεθνές


Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στέκει ακόμα γερά στα πόδια του. Ελαφρώς συρρικνωμένο ως προς τον αριθμό των ταινιών του σε σχέση με τα προ κρίσης χρόνια -γύρω στις 150 προβάλλονται φέτος-, χωρίς το πλήθος των καλεσμένων του, χωρίς την παρουσία εκτυφλωτικών σταρ όπως στον «παλιό καλό καιρό», χωρίς εκείνες τις ωραίες, συλλεκτικές εκδόσεις του -και φέτος μόνον οι δύο κατάλογοι, ο μεγάλος και ο μικρός, έχουν εκδοθεί συν το ενημερωτικό φυλλάδιο για τις προβολές, δει δη χρημάτων βλέπετε, ο προϋπολογισμός του έχει ελαχιστοποιηθεί… Αλλά η τεράστια, υψωμένη στο λιμάνι επιγραφή που τη βλέπεις κατηφορίζοντας την παραλία άναψε και πάλι το βράδυ της περασμένης Παρασκευής. Και θα γράφει, έως και την Κυριακή, 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Το οποίο συνεχίζει -ακόμα, άγνωσται, ως προς το θέμα, αι βουλαί των Υψίστων του υπουργείου Πολιτισμού (και Αθλητισμού)- να είναι διεθνές. Με έντονο, πάντως -φέτος τουλάχιστον, μια και γιορτάζει τα 100 χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου-, το ελληνικό στίγμα του. Και οι επιλογές του, οι ευρύτερα διεθνείς αλλά και ειδικότερα οι βαλκανικές, συνεχίζουν να έχουν πάντα ενδιαφέρον.
Στένεμα στα οικονομικά του Φεστιβάλ, στένεμα και στα προσωπικά οικονομικά... Πού οι παλιές καλές μέρες που ανέβαινα Θεσσαλονίκη για ολόκληρο το φεστιβαλικό δεκαήμερο -με θεατρικά… προκαταρκτικά και επιδόρπια… Ένα Σαββατοκύριακο -το πρώτο του Φεστιβάλ- κατάφερα όλο κι όλο να πάω. Αλλά η συγκομιδή οκτώ συνολικά ταινιών -χάρη στη διαπίστευση που μου εξασφάλισαν η πάντα ευγενέστατη Υπεύθυνη Ελληνικού Τύπου του Φεστιβάλ Δήμητρα Νικολοπούλου και οι άλλες προθυμότατες κυρίες του Γραφείου Τύπου- ήταν ικανοποιητική. Αριθμητικά τουλάχιστον. 
Δύσκολη, όπως πάντα, ακόμα και στους έμπειρους, η επιλογή: δεν βλέπεις πάντα ό,τι θέλεις, προσπαθείς να δεις ό,τι αντιπροσωπευτικό προλαβαίνεις ειδικά όταν ο χρόνος σου είναι περιορισμένος. Ιδού, λοιπόν, τι πρόλαβα να δω:

Στις «Ειδικές Προβολές» οι Βέλγοι αδελφοί Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες μου. Η νέα ταινία τους «Δύο μέρες, μία νύχτα» («Ολύμπιον») -συμπαραγωγή βελγική, γαλική, ιταλική και των Κάτω Χωρών- εντάσσεται πάντα σ’ έναν κινηματογράφο κοινωνικό -άρα και πολιτικό-, κοντά στο σινεμά του Κεν Λόουτς. Και μέσα από το ρεαλισμό συνεχίζουν την πορεία τους. Η Σαντρά, νέα γυναίκα ακόμα, παντρεμένη, με δύο μικρά παιδιά, που μόλις έχει συνέλθει από σοβαρή κατάθλιψη, φαίνεται να χάνει τη δουλειά της σε κάποιο μικρό εργοστάσιο μιας μικρής επαρχιακής βελγικής πόλης, όταν ο εργοστασιάρχης αποφασίζει περικοπές: ή θα κόψει το καθιερωμένο μπόνους από τους δεκαεπτά εργαζόμενους σ’ αυτό ή θα τους κάνει δεκάξι απολύοντας την Σαντρά. Μετακυλίει, όμως, το βάρος της απόφασης σ’ αυτούς. Θα την πάρουν οι ίδιοι δια ψηφοφορίας. Στη φανερή πρώτη που γίνεται Παρασκευή ψηφίζουν, βέβαια, υπέρ του μπόνους. Ο εργοδότης δέχεται η ψηφοφορία να επαναληφθεί μυστικά την Δευτέρα γιατί είχε κυκλοφορήσει η πληροφορία πως ο εργοδηγός του επηρέασε ορισμένους με απειλές και υποσχέσεις. Μεσολαβεί ένα Σαββατοκύριακο. Η καταρρακωμένη Σαντρά, καταφεύγοντας στα ψυχοφάρμακα για να σταθεί στα πόδια της, με την υποστήριξη του άντρα της και μιας φίλης της με την οποία εργάζονται μαζί, επιχειρεί να συναντήσει όλους τους συναδέλφους της και να τους πείσει να την υποστηρίξουν να μη χάσει τη δουλειά της την οποία έχει τόσο μεγάλη ανάγκη. Χάνοντας το μπόνους των 1000 ευρώ που θα έπαιρναν. Με άλλους τα καταφέρνει, με άλλους όχι. Στις συναντήσεις της αυτές ζει στιγμές συγκινητικές αλλά δέχεται και επιθέσεις που την κλονίζουν μέχρι και τη φτάνουν στο σημείο να αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Το αποτέλεσμα δεν θα είναι, τελικά, υπέρ της. Το παιχνίδι άλλωστε ήταν εξαρχής στημένο. Η εργοδοσία είχε καταλήξει πως η δουλειά, έτσι κι αλλιώς, βγαίνει και με δεκαέξι άτομα… Αλλά η Σαντρά θα βγει κερδισμένη: ο απεγνωσμένος αυτός μαραθώνιος του Σαββατοκύριακου τη δυνάμωσε ώστε να μπορεί να δει αισιόδοξα μια συνέχεια στη ζωή της. Η ταινία διαθέτει τη γνώριμη λιτότητα των Νταρντέν, τις λεπτές αποχρώσεις τους, μία εξαίρετη πρωταγωνίστρια -την Μαριόν Κοτιγιάρ η οποία κάνει μία ερμηνεία ημιτονίων με συναρπαστικές μεταπτώσεις, από το καυτό στο παγωμένο, που καταγράφονται από το φακό, αμείλικτα καρφωμένο σε διαρκή γκρο πλάνα στο πρόσωπό της- αλλά από το σενάριο λείπει, κατά τη γνώμη μου, η εσωτερική δυναμική. Συν κάποιες αφέλειες συν οι επαναλήψεις που δεν καταφέρνουν να λειτουργήσουν σωρευτικά αλλά παραμένουν παρατακτικές. Θέλω να πιστεύω πως δεν είναι δείγμα ότι οι Νταρντέν εξαντλήθηκαν.
Στους «Ανοιχτούς Ορίζοντες» που δεν κατάλαβα τη διαφορά τους από το νέο -πέρσι ξεκίνησε- πρόγραμμα «Ρεύματα»… είδα πρώτα (Αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης») το «Με βήμα γοργό» του Νιλς Άρντεν Όπλεου, παραγωγή Δανίας. Ο δεκατετράχρονος Μάρτιν, που έχει μπει πια στην εφηβεία με όλες τις σεξουαλικές -και όχι μόνον…- ανησυχίες και αναζητήσεις τις οποίες αυτή συνεπάγεται και που προπονείται στο βάδην, λίγο πριν από τη σημαδιακή για τους Δυτικούς τελετή της Πρώτης Μετάληψής του, χάνει ξαφνικά τη μητέρα του αλλά και την παρθενιά του δοκιμάζοντας το σεξ τόσο μ ένα συνομήλικο κορίτσι που του αρέσει όσο και με αγόρι -ένα φίλο του. Ο πόνος και η απουσία και πώς βιώνονται -και από τον ίδιο τον Μάρτιν και από τον πατέρα του και από τον μεγαλύτερο αδελφό του (σπαρταριστό και σπαρακτικό ταυτόχρονα το κωμικοτραγικό εύρημα με τα γυαλιά ηλίου της μάνας του που φοράει διαρκώς μετά το θάνατό της)-, η ζωή που έτσι κι αλλιώς συνεχίζεται δίνονται έξυπνα, με λεπτότητα και χιούμορ από τον δανό σκηνοθέτη αλλά η ταινία, ειδικά με το εύκολο χάπι εντ της, δεν βαθαίνει πολύ κάτω από την επιφάνεια. Ο Βίλαντς Μπόιε, πάντως, ο έφηβος πρωταγωνιστής της, με την εκφραστική, χαρούμενη, πονηρούτσική φάτσα δεν είναι απλώς καλή επιλογή. Είναι και ταλαντούχος και σωστά οδηγημένος από το σκηνοθέτη σε μια πολύ καλή απόδοση.
Στο ίδιο πρόγραμμα ο Τσέχος Ζντενέκ Γιράσκι καταγράφει «Στη σιωπή» (Αίθουσα «Φρίντα Λιάππα»), παραγωγή Σλοβακίας και Τσεχίας, μία ακόμη όψη του Ολοκαυτώματος: την τύχη που είχαν υπαρκτοί εβραίοι καλλιτέχνες -ένας μαέστρος/πιανίστας/συνθέτης και η ζωγράφος γυναίκα του, μία κλασική πιανίστα, ένας  πιανίστας της τζαζ/μαέστρος, μία χορεύτρια- που ζούσαν στην προπολεμική Τσεχοσλοβακία όταν εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης -ενώ στην Γερμανία του τρίτου Ράιχ είχε ήδη εκδοθεί το «Λεξικό των Εβραίων στη Μουσική» που κατέγραφε τους «προς αποφυγήν» οι οποίοι έπρεπε να εξαφανιστούν με κάθε τρόπο...  Άλλοι κατάφεραν να επιζήσουν, άλλοι -ή οι δικοί τους άνθρωποι- χάθηκαν στη νατσιστική φρίκη. Φαινομενικά εξαντλημένα, τα θέματα του Ολοκαυτώματος αποδεικνύονται ανεξάντλητα. Ο Γιράσκι στήνει μία ευπρεπή παραγωγή, συγκινησιακά εύκολη, στιλιστικά, ως αναβίωση εποχής, τηλεοπτικών προδιαγραφών, χωρίς μεγάλες ερμηνείες αλλά στο δεύτερο μέρος -στα στρατόπεδα-, όταν γίνεται αφαιρετικός και λυρικός -έξοχες οι σκηνές με τη χορεύτρια που προσπαθεί να χορέψει στην αυλή του στρατοπέδου ή στο κελί της- αποδεικνύεται πιο ουσιαστικός. Η επιτυχία του, πάντως, έγκειται κυρίως στην ιδέα του να φτιάξει την ταινία του χωρίς να ακούγονται οι διάλογοι «ζωντανά» αλλά σαν voice over (φωνή εκτός) -όχι ως πλέι μπακ αλλά ως «αναμνήσεις» διαλόγων- και με επίσης voice over αφήγηση. Μαζί με τα πολλά μουσικά κομμάτια που ακούγονται δίνουν στην ταινία μία μουσική δομή απόλυτα ταιριαστή με το θέμα της.

Στους «Ανοιχτούς Ορίζοντες» και η «Γη της θύελλας» (Αίθουσα «Φρίντα Λιάππα») του Ούγγρου Άνταμ Τσάσι -ουγγρογερμανική παραγωγή. Ο Σάμπολτς (Σάμπι), ένας νεαρός ούγγρος ποδοσφαιριστής με πολλά υποσχόμενη καριέρα, που παίζει σε γερμανική ομάδα, μετά από μία μεγάλη ήττα της ομάδας του για την οποία του ρίχνουν τις ευθύνες, τα παρατάει και γυρίζει στο χωριό του, στην Ουγγαρία. Όπου μέσα στη μοναξιά, απομονωμένος στο ερημικό, μισοερειπωμένο σπίτι του παππού του, που μπαίνει στη διαδικασία να το συνεφέρει με την προοπτική να γίνει μελισσοκόμος, ανακαλύπτει την ομοφυλοφιλία του με ένα συνομήλικό του, τον Άρον. Ο οποίος μένει μαζί του βοηθώντας τον στις επιδιορθώσεις του σπιτιού. Το θέμα παίρνει διαστάσεις σκανδάλου, κουτσομπολιά, οι γονείς τους αντιδρούν, οι ντόπιες -που περισσεύουν στην Ουγγαρία…- φιλονατσιστικές, ρατσιστικές ομάδες κρούσης, ενημερωμένες από τη μάνα του Άρον, σπάνε στο ξύλο και τους δύο, ο Άρον δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει αλλά ο Σάμπολτς επιμένει. Το ζευγάρι μεταβάλλεται σε τρίο όταν φτάνει ένας συμπαίκτης του Σάμπι, ο Μπέρναρντ, ο οποίος του είχε εκφράσει ήδη τις  επιθυμίες του αλλά τώρα βρίσκει την ευκαιρία να τις υλοποιήσει… Ζήλιες, ο Μπέρναρντ θα αποχωρήσει τελικά αλλά ο Άνταμ, στριμωγμένος από τον περίγυρο και τον ενοχικό εαυτό του, θα δώσει στη σχέση ένα τραγικό φινάλε. Τολμηρός, αισθησιακός, αποτελεσματικά «στεγνός», με σωστά οδηγημένους ηθοποιούς, ο Τσάσι από το μέσον της ταινίας, δυστυχώς, μοιάζει να χάνει τον έλεγχο. Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του και σαν να θέλει να χωρέσει τα πάντα -σύνηθες ελάττωμα των πρωτάρηδων. Το σενάριο -που το συνυπογράφει με τον Ίβαν Σάμπο- πελαγοδρομεί, με το σχηματισμό του τρίο η ταινία εκτρέπεται στις παρυφές της ευθυμίας για να τελειώσει μελοδραματικά, παρά την προσπάθεια του σκηνοθέτη να το αποφύγει με την αφαίρεση. Η σύγκριση με το συγγενικού θέματος «Το μυστικό του Brokeback Mountain» του Ανγκ Λι αποβαίνει συντριπτική εις βάρος του Ούγγρου ο οποίος, πάντως, καθόλου ατάλαντος δεν είναι.
Δύο ήταν οι ταινίες και του Προγράμματος «Ματιές στα Βαλκάνια» -το οποίο πάντα με ενδιαφέρει ιδιαίτερα- που είδα:

«Τρία παράθυρα και ένας απαγχονισμός» (Αίθουσα «Σταύρος Τορνές») είναι ο τίτλος της ταινίας του Αλβανού Ισά Τσόσια, παραγωγής Κόσοβου και Γερμανίας. Καυτό το θέμα της -αν και έχει ήδη θιγεί. Σε ένα χωριό του Κόσοβου, το 2000, λίγο μετά το πόλεμο με την Σερβία για την απόσπαση και ανεξαρτησία της συντριπτικά αλβανόφωνης αυτόνομης σερβικής επαρχίας, η Λούσε, μία δασκάλα με ένα παιδί που ο άντρας της είναι αγνοούμενος του πολέμου, εξομολογείται ανώνυμα σε μία ξένη δημοσιογράφο πως, στη διάρκειά του, έχει πέσει θύμα βιασμού από σέρβους στρατιώτες μαζί με άλλες τρεις συγχωριανές της. Το δημοσίευμα γίνεται αντιληπτό στο χωριό και ο Ούκα, ο πρόεδρός του, που η μία από τις βιασμένες είναι η γυναίκα του, μυστικό που το κρατούν επτασφράγιστο, και ο οποίος αντιλαμβάνεται ποια μίλησε δημοσιοποιεί το όνομά της στο χωριό με τον ισχυρισμό ότι είναι ψέμα πως υπήρξαν και άλλες που βιάστηκαν. Η Λούσε -το θύμα!- γίνεται αποδιοπομπαίο μέλος της συντηρητικής κοινότητας η οποία τη θεωρεί πόρνη: της κλείνουν τις πόρτες, παύουν να στέλνουν στο σχολείο τα παιδιά τους, φέρνουν άλλη στη θέση της, δεν της μιλούν- κάνουν τα πάντα για να τη διώξουν, είναι στίγμα… Και οι άντρες του χωριού την πιέζουν να αποκαλύψει τα ονόματα των άλλων τριών τρέμοντας στην ιδέα ότι θα μπορούσαν να είναι οι δικές τους γυναίκες, πράγμα που η δασκάλα δεν θα το κάνει. Η θέση της όμως επιβαρύνεται όταν μία από τις κοπέλες αυτές αυτοκτονεί. Θα θεωρήσουν την Λούσε υπεύθυνη. Και όταν ο Ιλίρ, ο άντρας της, επιστρέψει, τελικά, από την αιχμαλωσία στην οποία βρισκόταν, θα προσπαθήσουν να τον πείσουν να τη χωρίσει. Το φινάλε μένει ανοιχτό με την Λούσε να αρχίζει να αφηγείται στον Ιλίρ τι ακριβώς συνέβη. Θέμα συγκλονιστικό, ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος Ζιμπέρ Κελμέντι το χειρίζονται με λεπτότητα, έξυπνα επικεντρώνοντάς το όχι στο βιασμό καθαυτό και σε αντισερβικές κορόνες αλλά στις τραγικά οπισθοδρομικές αντιδράσεις του ίδιου του χώρου στο άγριο γεγονός και οι ηθοποιοί έχουν μία γνησιότητα αλλά το αποτέλεσμα έχει πολλές πρωτογενείς αδυναμίες. Η -Σέρβα…- Μιριάνα Καράνοβιτς, σε μία σκηνή-έκτακτη συμμετοχή που δεν κρατάει πάνω από τρία λεπτά, στον ασήμαντο ρόλο της ξένης δημοσιογράφου που κάνει μόνο μερικές ερωτήσεις στα αγγλικά -το guest το ερμήνευσα ως ένα κλείσιμο του ματιού στην με το ίδιο θέμα συγκλονιστική βοσνιακή ταινία «Σεράγεβο, σ’ αγαπώ» της Γιάσμιλα Ζμπάνιτς στην οποία η Μιριάνα Καράνοβιτς πρωταγωνιστούσε- κλέβει, και πάλι με το -εντελώς- τίποτα, την παράσταση: Μεγάλη (το εννοώ) ηθοποιός, κλάσης μιας Μανιάνι. 
Ο Τούρκος Καάν Μουστετζί στο «Σιβάς» (Αίθουσα «Σταύρος Τορνές») -συμπαραγωγή Τουρκίας και Γερμανίας- δένει, σε ένα μίζερο χωριό της Ανατολίας, όπου τα συναισθήματα πρέπει να κρύβονται, τον Ασλάν, ένα εντεκάχρονο αγόρι που το όνειρό του είναι να παίξει τον Πρίγκιπα στη σχολική παράσταση για να βρεθεί πλάι στην Αϊσέ-Χιονάτη η οποία πολύ του αρέσει, με ένα τεράστιο λευκό τσοπανόσκυλο, τον Σιβάς, ειδικευμένο σε κυνομαχίες -«σπορ» στο οποίο ευρύτατα επιδίδονται στην περιοχή- που το περιμάζεψε μισοπεθαμένο μετά από έναν αγώνα και το ανάστησε. Οι κυνομαχίες με τον Σιβάς θα συνεχιστούν, ο μεγάλος αδελφός του Ασλάν θα προσπαθήσει να πουλήσει το σκύλο ξεσηκώνοντας την οργή του παιδιού αλλά το τέλος θα μείνει ανοιχτό: ο προορισμός του Σιβάς αυτός δεν είναι -να συνεχίσει μέχρι τέλους ως μονομάχος; Η ταινία αποπνέει μια αυθεντικότητα -εξαιρετικά σκληρές, άγριες, σχεδόν ανυπόφορες οι σκηνές των κυνομαχιών-, ο Μουστετζί είναι ικανός να γίνεται λυρικός χωρίς να ολισθαίνει στο μελόδραμα της συνταγής «παιδί και σκύλος», ο μικρός Ντοάν Ιζντζί με δυνατή φάτσα είναι καλά καθοδηγημένος -η σκηνή της έκρηξης εναντίον του αδελφού του, εξαιρετική- αλλά υπάρχουν και αρκετές αδυναμίες. Ο νεαρός σκηνοθέτης -πρωτάρης στις μεγάλου μήκους ταινίες γαρ- δεν ελέγχει απόλυτα το σενάριο που έχει ο ίδιος γράψει. Η ιστορία της σχολικής παράστασης ξεχνιέται στο μέσον της ταινίας και στο τέλος κοπιάζει να την επανασυνδέσει πράγμα που κλονίζει τις ισορροπίες. 
Δύο ήταν τα φιλμ και του «Διεθνούς Διαγωνιστικού» Προγράμματος, που πρόλαβα να δω.
Η -πρώτη- ταινία του Ουκρανού Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκιι «Φυλή» (Αίθουσα «Φρίντα Λιάππα»), ουκρανική παραγωγή, στερείται εντελώς διαλόγων. Ακούμε μόνον ήχους. Ο λόγος απουσιάζει. Γιατί όλοι οι ήρωές του είναι κωφοί. Συνεννοούνται με τη νοηματική. Και ο σκηνοθέτης επέλεξε να μην υπάρχουν ούτε υπότιτλοι ούτε ενδιάμεσοι τίτλοι. Σωστή επιλογή: η σιωπή της συγκεκριμένης ταινίας, παρά τα 130 λεπτά της διάρκειάς της, είναι εκκωφαντική.  Ο Σεργκέι φτάνει σε μία σχολή/οικοτροφείο που φιλοξενεί και εκπαιδεύει κωφούς εφήβους. Η βασική τους, όμως, εκπαίδευση, άριστα... σχεδιασμένη -προσωπικό και παλαιότεροι τρόφιμοι-, αφορά την απρόσκοπτη είσοδό τους στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος, έναν θαυμαστό καινούργιο μετασοβιετικό κόσμο... Το αγόρι, μετά τα πρώτα μυητικά καψόνια, κρίνεται ικανό να γίνει μέλος της συμμορίας: βία, ληστείες, εκπόρνευση των δύο από τα κορίτσια του σχολείου… Πολύ σύντομα του αναθέτουν τα καθήκοντα του νταβατζή για τις δύο κοπέλες. Πιάτσα τους, εκεί που παρκάρουν οι νταλίκες, πελάτες τους, οι νταλικιέρηδες. Το αγόρι θα πληρώσει μία από τις κοπέλες για να κάνει σεξ μαζί της. Αλλά την ερωτεύεται. Και όταν εξασφαλίζουν, σ’ αυτή και τη φίλη της, διαβατήρια, για να τις «εξαγάγουν» στην Ιταλία, ο Σεργκέι, εκτός εαυτού, σε κατάσταση παραφοράς, θα τα σκίσει με τα δόντια. Θα τον σαπίσουν στο ξύλο. Αλλά η δική του εκδίκηση θα είναι ακόμα σκληρότερη -τρομακτική. Ο Σλαμποσπίτσκιι κάνει ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο. Ο νατουραλισμός που υιοθετεί είναι πολύ σκληρός, αβάσταχτος -η σκηνή της έκτρωσης που με παρέπεμψε στο ρουμάνικο «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» του Κριστιάν Μουντζίου δεν αντέχεται- και το ψυχρό, αποστασιοποιημένο στιλ του -καθόλου γκρο πλάνα-, παράλληλα με τη φρικτή σιωπή, βαραίνει ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα. Όλα είναι ακατέργαστα, πρωτόγονα. Δεν υπάρχουν καλοί ή κακοί, δεν υπάρχουν συναισθήματα, απλώς τα πράγματα δείχνονται όπως είναι -η εικόνα σαν να βρωμάει. Δυστυχώς ο σκηνοθέτης -επίσης πρωτάρης στις μεγάλου μήκους- δεν έχει αναπτύξει ακόμα το αίσθημα της φιλμικής οικονομίας. Μερικές σκηνές του είναι περιττές ή διαρκούν, χωρίς λόγο, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται -η συμπλήρωση των αιτήσεων για τα διαβατήρια, ο καυγάς των κοριτσιών πριν από την έκτρωση, οι σκηνές στις νταλίκες, για παράδειγμα- ώστε να ανακόπτουν τους άψογους εσωτερικούς ρυθμούς της ταινίας. Και μερικές στιγμές μοιάζει να επιζητεί επίμονα να σοκάρει και να εντυπωσιάσει. Πάντως, και με αυτά τα ελαττώματα, η «Φυλή» καθηλώνει.

Στο «Μόντρις» (Αίθουσα «Φρίντα Λιάππα») του Λετονού Γιούρις Κουρσιέτις, συμπαραγωγή Λετονίας, Γερμανίας και Ελλάδας -το μοντάζ και η ηχοληψία είναι, αντίστοιχα, των δικών μας Γιώργου Μαυροψαρίδη και Λέανδρου Ντούνη-, ο έφηβος Μόντρις, που ετοιμάζεται να κλείσει τα δεκαοκτώ -οι έφηβοι, τα παιδιά και οι πολύ νέοι, ίσως κατά σύμπτωση, όπως και στις ταινίες που είδα στο Φεστιβάλ της Μπίτολα, κυριαρχούσαν, ως κεντρικοί ήρωες, και σε όσες είδα στην Θεσσαλονίκη- ζει -χαμοζωή…- χαμένος στη μετάφραση. Πηγαίνει σχολείο για το οποίο δεν δείχνει ίχνος ενδιαφέροντος, έχει δεσμό με μία κοπέλα που τον ανέχεται μέχρι που την εκθέτει στην οικογένειά της, η σχέση με τη μητέρα του δεν μπορεί να είναι χειρότερη, δεν έχει γνωρίσει τον πατέρα του, η μάνα του κοπανάει διαρκώς πως θα καταντήσει στη φυλακή όπως εκείνος, με το τσιγκέλι τού παίρνεις κουβέντα, αδιάφορος, άδειος, κυνικός, φυτό… Μόνο του ενδιαφέρον να κάνει γκράφιτι στους τοίχους. Και πάθος του, οι κουλοχέρηδες. Ψάχνει δεξιά και αριστερά κέρματα- κλέβει συστηματικά από το πορτοφόλι της μάνας του- για να τους τροφοδοτήσει χωρίς ποτέ κανένα αποτέλεσμα. Στο τέλος, όταν της κλέβει μία ηλεκτρική σόμπα και την πουλάει για να βγάλει κανένα φράγκο -για τους κουλοχέρηδες πάντα…-, εκείνη, προς φρονηματισμό(;), τον καταγγέλλει στην αστυνομία. Παραπέμπεται, στη δίκη του δεν τα πάει καλά εξαιτίας της αδιαφορίας του και η δικαστίνα τού ρίχνει δύο χρόνια με αναστολή. Αν υποπέσει σε τρεις διοικητικές παραβάσεις, την έχει βάψει: πρέπει να εκτίσει την ποινή του. Στο σωφρονιστικό σχολείο που τον στέλνουν μπλέκει με μία κοπέλα με κατάληξη να τον σακατέψουν στο ξύλο και να τον κλέψουν οι φίλοι της. Παράλληλα, όμως, αρχίζει να ενδιαφέρεται να συναντήσει τον πατέρα του. Μαθαίνει πως δεν βρίσκεται στη φυλακή όπως τού έλεγε η μητέρα του, μαθαίνει πού δουλεύει, βρίσκει τον αριθμό του κινητού του, του τηλεφωνεί με μία πρόφαση για να ακούσει τη φωνή του χωρίς να του πει ποιος είναι αλλά δεν αποφασίζει, δεν τολμάει να τον συναντήσει. Δεν θα αργήσει να ξεπεράσει το όριο των παραβάσεων. Η φυλακή τού ανοίγει τις πόρτες της. Είναι ένα παιδί που θα χαθεί; Μπορεί και όχι. Το τελευταίο, συγκλονιστικό πλάνο αφήνει ελπίδες. Ο Κουρσιέτις με την πρώτη του αυτή ταινία μεγάλου μήκους δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο  έργο. Αποτελεσματικά «ψυχρό», με άψογους ρυθμούς, σφιχτό, απέριττο, δυναμικό, με έναν εξαιρετικό ηθοποιό, τον Κρίστερς Πίκσα -ιδανική επιλογή φάτσας-, οδηγημένο σε μία άριστη ερμηνεία, ήταν η πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματική από τις οκτώ ταινίες που είδα στο διήμερο. Θα δούμε τι θα αποφασίσουν Επιτροπή και κοινό.
Εκείνο που έχω να παρατηρήσω είναι πως από τις επτά δημόσιες προβολές που παρακολούθησα -μία ήταν δημοσιογραφική- στις έξι οι αίθουσες ήταν τιγκαρισμένες. Επρόκειτο, βέβαια, για Σαββατοκύριακο -ένα Σαββατοκύριακο καθόλου χαμένο σε αντίθεση μ’ εκείνο της ταινίας του Μπίλι Γουάιλντερ-, δεν ξέρω με τι προσέλευση συνεχίζεται η φετινή διοργάνωση, θα μάθουμε στο τέλος όταν δοθούν τα πλήρη στοιχεία αλλά εκείνο που διαπίστωσα είναι πως το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μετά από 55 χρόνια, παρά τις αντιξοότητες, δεν διατηρεί απλώς τη δυναμική του. Διατηρεί και το κοινό του.

55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 1, 2 Νοεμβρίου 2014.

No comments:

Post a Comment